Διαφορά 8 ποσοστιαίων μονάδων υπέρ της ΝΔ καταγράφεται στις εκλογικές τάσεις Νοεμβρίου του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζά..
Η αναζήτηση της αντιπολιτευτικής στρατηγικής
που πρέπει να ακολουθήσει ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτως ώστε να καρπωθεί την - αναμενόμενη- κυβερνητική φθορά, αποτελεί το Νο1 θέμα που απασχολεί τους επιτελείς του Αλέξη Τσίπρα.Στις
δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται κατά καιρούς συμβαίνει το εξής πρωτοφανές: Η
Νέα Δημοκρατία προηγείται κατά κράτος του
ΣΥΡΙΖΑ δυόμιση χρόνια μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές. Στις τελευταίες μάλιστα μετρήσεις η ψαλίδα έχει κλείσει ελάχιστα ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας, ωστόσο αυτό που προβληματίζει την Κουμουνδούρου είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να καρπωθεί την αναπόφευκτη κυβερνητική φθορά.
Τα πιο πρόσφατα στοιχεία που μελετά το
κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι οι εκλογικές τάσεις που κάθε τρίμηνο παρουσιάζει το, φίλιο στον ΣΥΡΙΖΑ, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, και με βάση αυτά αναμένεται να αναπροσαρμόσει την αντιπολιτευτική στρατηγική του για το επόμενο διάστημα.
Στις εκλογικές τάσεις του μηνός Νοεμβρίου, σύμφωνα με τη μελέτη που επιμελείται ο Κώστας Πουλάκης η πολιτική επιστήμονας Δανάη Κολτσίδα το κυβερνών κόμμα προηγείται με 30,8 έναντι 22,8 της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ενώ ένα συμπέρασμα που θα μπορούσε να εξαχθεί είναι ότι η ΝΔ χάνει, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κερδίζει κάτι από τις απώλειες.
Η μελέτη του Ινστιτούτου Πουλαντζάς καλύπτει την περίοδο από τον Αύγουστο ως τα μέσα Νοεμβρίου του 2021 και παρουσιάζει τα κυριότερα ευρήματα των πολιτικών ερευνών που δημοσιεύτηκαν κατά την περίοδο αυτή, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
Το πρώτο συμπέρασμα της μελέτης είναι ότι στη λίστα με τα σημαντικότερα προβλήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία προηγούνται η οικονομία, η ακρίβεια και η πανδημία.
Σε ό,τι αφορά τα περισσότερο «ποσοτικά» ευρήματα των πολιτικών ερευνών της περιόδου, η ανάλυση αξιοποιεί τριάντα τέσσερις (34) έρευνες που δημοσιεύτηκαν από τον Αύγουστο μέχρι σήμερα, για να καταγράψει τους δείκτες τους οποίους μελετά σταθερά – με την εξαίρεση της δημοτικότητας των πολιτικών αρχηγών, που δεν παρουσιάζεται στη συγκεκριμένη έκδοση των Εκλογικών Τάσεων, λόγω της απώλειας της
Φώφης Γεννηματά που μεσολάβησε.
Έτσι, σε όλους τους δείκτες που παρακολουθεί σταθερά η μελέτη, καταγράφεται, σύμφωνα με τους συγγραφείς μια προς τα κάτω τάση σύγκλισης των δύο μεγάλων κομμάτων, με την έννοια ότι οι απώλειες του κυβερνώντος κόμματος είναι, τουλάχιστον προς το παρόν, μεγαλύτερες ή ταχύτερες από τα κέρδη της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αναλυτικότερα:
Ως προς την ικανοποίηση που εκφράζεται από τους πολίτες, σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση αυτή παραμένει σχεδόν σταθερή μεσοσταθμικά (+0,8%), ενώ η ικανοποίηση από την αξιωματική αντιπολίτευση, που κρίνεται από τις προτάσεις που καταθέτει, παρουσιάζει μικρή άνοδο (+2,2%).
Αμετάβλητη παραμένει σε μεγάλο βαθμό η εικόνα ως προς τον δείκτη του καταλληλότερου πρωθυπουργού.
Απώλειες καταγράφει μεσοσταθμικά η πρόθεση ψήφου προς τη Νέα Δημοκρατία (-3,6%), ενώ οριακά σταθερή παρέμεινε η πρόθεση ψήφου προς τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ (+0,5%) και το ΚΙΝΑΛ (+0,2%), και οριακές απώλειες κατέγραψαν τα υπόλοιπα κοινοβουλευτικά κόμματα της αντιπολίτευσης.
Ως προς τον δείκτη της συσπείρωσης των ψηφοφόρων της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αντίστοιχα, η συσπείρωση της ΝΔ παραμένει μεγαλύτερη κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες, αν και η διαφορά της συσπείρωσης των δύο κομμάτων έχει μειωθεί συγκριτικά με την προηγούμενη μελέτη. Το ίδιο ισχύει και για τις εκατέρωθεν μετακινήσεις ψηφοφόρων, μεταξύ των δύο κομμάτων.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την κομματική προέλευση όσων σήμερα ανήκουν στην «αδιευκρίνιστη ψήφο», οι προερχόμενοι από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ φαίνεται «να εγκαταλείπουν σταδιακά την «γκρίζα ζώνη» και ξαναμπαίνουν στο εκλογικό “παιχνίδι”», όπως χαρακτηριστικά σημειώνεται, ενώ στην τρέχουσα περίοδο οι πρώην ψηφοφόροι της ΝΔ του 2019 αποτελούν ένα αυξημένο ποσοστό της αδιευκρίνιστης ψήφου.
Από τα επιμέρους στοιχεία των δημοσκοπήσεων της περιόδου, οι συγγραφείς στέκονται ιδιαίτερα στην εναλλαγή οικονομίας, ακρίβειας και πανδημίας στη λίστα των σημαντικότερων προβλημάτων και στη «συνθήκη πολλαπλών και επάλληλων κρίσεων», που αυτή η εναλλαγή αποτυπώνει, με την κοινωνία να νιώθει, όπως επισημαίνουν, «απροστάτευτη».
Με βάση εξάλλου αυτά τα στοιχεία, οι συγγραφείς υποστηρίζουν ότι το «δυνατό σημείο» της κυβέρνησης – πάντα με βάση τις αξιολογήσεις των πολιτών – είναι η ψηφιοποίηση του κράτους, αλλά και η εξωτερική πολιτική και άμυνα, ενώ αντίθετα ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπερτερεί στα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής και προστασίας των ασθενέστερων.
Ενόψει τέλος και των εν εξελίξει διεργασιών στο κομματικό σύστημα, οι συγγραφείς αναδεικνύουν τη σημασία της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη νέου προέδρου στο Κίνημα Αλλαγής, αλλά και της κινητικότητας που παρατηρείται στο χώρο δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας.
Λαμβάνοντας δε υπόψη και τις μεγάλες προκλήσεις και μεταβάσεις που προχωρούν στη χώρα μας και διεθνώς και έχουν επιταχυνθεί μέσα στις αλλεπάλληλες κρίσεις, οι συγγραφείς περιγράφουν την τρέχουσα περίοδο ως «περίοδο πολιτικής μετάβασης», θεωρώντας σημαντικό τον συνεδριακό κύκλο στον οποίο βρίσκονται πολλά από τα κυριότερα κοινοβουλευτικά κόμματα, περιλαμβανομένων των δύο μεγαλύτερων, και εκτιμούν ότι ο φετινός χειμώνας θα αποτελέσει «καταλύτη εξελίξεων», από τις οποίες «θα ευνοηθούν πολιτικά οι δυνάμεις που αντιλαμβάνονται έγκαιρα τις τάσεις και, κυρίως, που έχουν τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν σε αυτές με προτάσεις».
Δείτε εδώ την μελέτη του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντάς