ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΖΟΥΛΑΣ
Είναι στημένες όλες οι δημοσκοπήσεις, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση; Και για να κάνουμε πιο συγκεκριμένο το ερώτημα: Είναι δυνατόν επτά, δέκα ή και δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες που δείχνουν πλέον όλες οι έρευνες να προηγείται η Ν.Δ. του ΣΥΡΙΖΑ να είναι τόσο άστοχες εκτιμήσεις, κατασκευάζοντας μια εντελώς ψευδή εικόνα της πραγματικότητας;
Σε αυτό το απλό ερώτημα θα όφειλε να απαντήσει το Μαξίμου το οποίο την εβδομάδα που πέρασε έκανε κάτι πραγματικά καινοφανές. Εξέδωσε ένα εντελώς παραπλανητικό non paper υποστηρίζοντας ότι όλες οι ερευνητικές εταιρείες –συμπεριλαμβανομένης και αυτής με την οποία συνεργάζεται η «Αυγή»– είναι εντελώς αναξιόπιστες.
Γιατί ήταν παραπλανητικό το non paper; Διότι απλούστατα η κυβέρνηση δεν ανέδειξε τις τελευταίες προβλέψεις που έκαναν οι εταιρείες την Παρασκευή προ των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, αλλά αυτές που εξυπηρετούσαν τις σκοπιμότητές της. Scripta manent, όμως, και γι’ αυτό δημοσιεύεται σήμερα ο σχετικός πίνακας που δείχνει ότι δύο μέρες προ των εκλογών δεν υπήρξε ούτε μια εταιρεία που να προέβλεπε νίκη της Ν.Δ., όπως ισχυρίστηκε το Μαξίμου. Ολες ανεξαιρέτως προδίκασαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έστω με μικρό ή μεγαλύτερο προβάδισμα.
Πριν συνεχίσουμε, όμως, χρειάζεται μια παρένθεση. Η «Κ» έχει ασκήσει πολύ σκληρή κριτική στις δημοσκοπικές εταιρείες, αναδεικνύοντας τις αλλεπάλληλες αστοχίες τους. Το έπραξε και προ έτους, καθώς –για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- καμία δεν προέβλεψε τη σαρωτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με 7,5 μονάδες διαφορά. Τούτο ωστόσο δεν μπορεί να συγχωρήσει την πλήρη αποδόμησή τους που επιχειρεί η κυβέρνηση, αποσιωπώντας και κάτι που οφείλει κάθε καλόπιστος πολίτης να συνεξετάσει. Το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις αποτυγχάνουν εσχάτως σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Πρόσφατο παράδειγμα, οι αντίθετες προβλέψεις για το Βrexit, αλλά και οι ισπανικές δημοσκοπήσεις που έπεσαν εντελώς έξω ως προς την απήχηση των Podemos αλλά και το εύρος της νίκης του Ραχόι.
Κατόπιν τούτων είναι χρήσιμο να δούμε πώς εξηγούν το φαινόμενο αυτό οι δημοσκόποι, αλλά και ποιες είναι οι κοινές τους εκτιμήσεις για το σημερινό πολιτικό σκηνικό. Το πρώτο που επισημαίνουν είναι ότι λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια γενικευμένη αμφισβήτηση των καθεστωτικών κομμάτων και μια τάση των ψηφοφόρων να προτιμούν ευκαιριακά κόμματα. Γεγονός που καθιστά πολύ δυσκολότερες τις προβλέψεις απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το φαινόμενο αυτό κατεξοχήν παρατηρείται στην Ελλάδα την τελευταία επταετία. Για να το καταλάβει κανείς, αρκεί ένα στοιχείο. Μέχρι το 2009, μόνον το 15% των πολιτών άλλαζε κομματική προτίμηση σε κάθε αναμέτρηση. Ηταν κυρίως οι ψηφοφόροι του μεσαίου χώρου που σε όλη τη Μεταπολίτευση έγερναν την πλάστιγγα είτε προς τη Ν.Δ. είτε προς το ΠΑΣΟΚ. Από το 2009 και μετά παρατηρείται κάτι πρωτοφανές. Το ποσοστό των πολιτών που ψηφίζουν διαφορετικό κόμμα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ξεπερνά το 40% ή ακόμη και το 50%.
Το παράδοξο
Ακούγεται απίστευτο, αλλά στις έρευνες συχνά πλέον παρατηρείται το φαινόμενο οι πολίτες να μη θυμούνται καν τι ψήφισαν στις προηγούμενες εκλογές για να βοηθήσουν τις αναγκαίες δημοσκοπικές σταθμίσεις.
Συνέβη κατεξοχήν τον Σεπτέμβριο του ’15 καθώς εκ του αποτελέσματος απεδείχθη ότι πολλοί απαντούσαν τι ψήφισαν στο δημοψήφισμα και όχι στις εκλογές του Ιανουαρίου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, συμβαίνει και κάτι ακόμη πιο προβληματικό για τις προβλέψεις. Σε ποσοστό 28%-30% (δηλαδή ένας στους τρεις πολίτες) αποφασίζουν τι θα ψηφίσουν την τελευταία εβδομάδα ή και ανήμερα τις εκλογές! Το ποσοστό δεν είναι αυθαίρετο. Προκύπτει από τις απαντήσεις των πολιτών σε όλα τα τελευταία exit polls.
Επομένως είναι άχρηστες οι δημοσκοπήσεις, θα σκέφτεστε. Οχι, είναι η απάντηση. Απλά, όπως ομολογούν και οι δημοσκόποι, όσο τα φαινόμενα αυτά συνεχίζονται, οι έρευνες προσφέρουν ασφαλή συμπεράσματα μόνον ως προς τις τάσεις που αναδεικνύουν. Και κάπως έτσι φτάνουμε στις σημερινές δημοσκοπήσεις. Τι συνομολογούν όλοι οι δημοσκόποι; Πρώτον ότι ουδέποτε έχει παρατηρηθεί σε νέα κυβέρνηση να καταποντίζεται με τόσο ραγδαίο ρυθμό. Δεν υπάρχει δημοσκοπικό προηγούμενο, μόλις ένα χρόνο μετά τις κάλπες, η αξιωματική αντιπολίτευση να προηγείται με συντριπτικό τρόπο στην παράσταση νίκης και ο πρόεδρός της να εμφανίζεται μακράν καταλληλότερος του εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ουδέποτε επίσης έχει καταγραφεί το φαινόμενο σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι μιας κυβέρνησης (40,5%) να δηλώνουν ότι δεν περιμένουν πια τίποτα από το κόμμα που ψήφισαν μόλις ένα χρόνο μετά την εκλογή του.
Με λίγα λόγια η δημοσκοπική εικόνα που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ –διαρκώς επιδεινούμενη από τον Ιανουάριο– μοιάζει μόνον με κυβέρνηση που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε συντριβή. Και σε αυτό συμφωνεί το σύνολο των δημοσκόπων που παρομοιάζουν τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012. Ολα τούτα τα γνωρίζουν βέβαια στο Μαξίμου. Εξ ου και αντιδρούν σπασμωδικά επιχειρώντας να αποδώσουν την ευθύνη σε όσους ανακοινώνουν τα δυσάρεστα νέα, αντί να διερευνήσουν τους λόγους που τα προκάλεσαν.
Σε αυτό το απλό ερώτημα θα όφειλε να απαντήσει το Μαξίμου το οποίο την εβδομάδα που πέρασε έκανε κάτι πραγματικά καινοφανές. Εξέδωσε ένα εντελώς παραπλανητικό non paper υποστηρίζοντας ότι όλες οι ερευνητικές εταιρείες –συμπεριλαμβανομένης και αυτής με την οποία συνεργάζεται η «Αυγή»– είναι εντελώς αναξιόπιστες.
Γιατί ήταν παραπλανητικό το non paper; Διότι απλούστατα η κυβέρνηση δεν ανέδειξε τις τελευταίες προβλέψεις που έκαναν οι εταιρείες την Παρασκευή προ των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, αλλά αυτές που εξυπηρετούσαν τις σκοπιμότητές της. Scripta manent, όμως, και γι’ αυτό δημοσιεύεται σήμερα ο σχετικός πίνακας που δείχνει ότι δύο μέρες προ των εκλογών δεν υπήρξε ούτε μια εταιρεία που να προέβλεπε νίκη της Ν.Δ., όπως ισχυρίστηκε το Μαξίμου. Ολες ανεξαιρέτως προδίκασαν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ έστω με μικρό ή μεγαλύτερο προβάδισμα.
Πριν συνεχίσουμε, όμως, χρειάζεται μια παρένθεση. Η «Κ» έχει ασκήσει πολύ σκληρή κριτική στις δημοσκοπικές εταιρείες, αναδεικνύοντας τις αλλεπάλληλες αστοχίες τους. Το έπραξε και προ έτους, καθώς –για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους- καμία δεν προέβλεψε τη σαρωτική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ με 7,5 μονάδες διαφορά. Τούτο ωστόσο δεν μπορεί να συγχωρήσει την πλήρη αποδόμησή τους που επιχειρεί η κυβέρνηση, αποσιωπώντας και κάτι που οφείλει κάθε καλόπιστος πολίτης να συνεξετάσει. Το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις αποτυγχάνουν εσχάτως σε όλο σχεδόν τον κόσμο. Πρόσφατο παράδειγμα, οι αντίθετες προβλέψεις για το Βrexit, αλλά και οι ισπανικές δημοσκοπήσεις που έπεσαν εντελώς έξω ως προς την απήχηση των Podemos αλλά και το εύρος της νίκης του Ραχόι.
Κατόπιν τούτων είναι χρήσιμο να δούμε πώς εξηγούν το φαινόμενο αυτό οι δημοσκόποι, αλλά και ποιες είναι οι κοινές τους εκτιμήσεις για το σημερινό πολιτικό σκηνικό. Το πρώτο που επισημαίνουν είναι ότι λόγω της διεθνούς οικονομικής κρίσης τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια γενικευμένη αμφισβήτηση των καθεστωτικών κομμάτων και μια τάση των ψηφοφόρων να προτιμούν ευκαιριακά κόμματα. Γεγονός που καθιστά πολύ δυσκολότερες τις προβλέψεις απ’ ό,τι στο παρελθόν. Το φαινόμενο αυτό κατεξοχήν παρατηρείται στην Ελλάδα την τελευταία επταετία. Για να το καταλάβει κανείς, αρκεί ένα στοιχείο. Μέχρι το 2009, μόνον το 15% των πολιτών άλλαζε κομματική προτίμηση σε κάθε αναμέτρηση. Ηταν κυρίως οι ψηφοφόροι του μεσαίου χώρου που σε όλη τη Μεταπολίτευση έγερναν την πλάστιγγα είτε προς τη Ν.Δ. είτε προς το ΠΑΣΟΚ. Από το 2009 και μετά παρατηρείται κάτι πρωτοφανές. Το ποσοστό των πολιτών που ψηφίζουν διαφορετικό κόμμα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση ξεπερνά το 40% ή ακόμη και το 50%.
Το παράδοξο
Ακούγεται απίστευτο, αλλά στις έρευνες συχνά πλέον παρατηρείται το φαινόμενο οι πολίτες να μη θυμούνται καν τι ψήφισαν στις προηγούμενες εκλογές για να βοηθήσουν τις αναγκαίες δημοσκοπικές σταθμίσεις.
Συνέβη κατεξοχήν τον Σεπτέμβριο του ’15 καθώς εκ του αποτελέσματος απεδείχθη ότι πολλοί απαντούσαν τι ψήφισαν στο δημοψήφισμα και όχι στις εκλογές του Ιανουαρίου. Τα τελευταία χρόνια, όμως, συμβαίνει και κάτι ακόμη πιο προβληματικό για τις προβλέψεις. Σε ποσοστό 28%-30% (δηλαδή ένας στους τρεις πολίτες) αποφασίζουν τι θα ψηφίσουν την τελευταία εβδομάδα ή και ανήμερα τις εκλογές! Το ποσοστό δεν είναι αυθαίρετο. Προκύπτει από τις απαντήσεις των πολιτών σε όλα τα τελευταία exit polls.
Επομένως είναι άχρηστες οι δημοσκοπήσεις, θα σκέφτεστε. Οχι, είναι η απάντηση. Απλά, όπως ομολογούν και οι δημοσκόποι, όσο τα φαινόμενα αυτά συνεχίζονται, οι έρευνες προσφέρουν ασφαλή συμπεράσματα μόνον ως προς τις τάσεις που αναδεικνύουν. Και κάπως έτσι φτάνουμε στις σημερινές δημοσκοπήσεις. Τι συνομολογούν όλοι οι δημοσκόποι; Πρώτον ότι ουδέποτε έχει παρατηρηθεί σε νέα κυβέρνηση να καταποντίζεται με τόσο ραγδαίο ρυθμό. Δεν υπάρχει δημοσκοπικό προηγούμενο, μόλις ένα χρόνο μετά τις κάλπες, η αξιωματική αντιπολίτευση να προηγείται με συντριπτικό τρόπο στην παράσταση νίκης και ο πρόεδρός της να εμφανίζεται μακράν καταλληλότερος του εν ενεργεία πρωθυπουργού. Ουδέποτε επίσης έχει καταγραφεί το φαινόμενο σχεδόν οι μισοί ψηφοφόροι μιας κυβέρνησης (40,5%) να δηλώνουν ότι δεν περιμένουν πια τίποτα από το κόμμα που ψήφισαν μόλις ένα χρόνο μετά την εκλογή του.
Με λίγα λόγια η δημοσκοπική εικόνα που εμφανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ –διαρκώς επιδεινούμενη από τον Ιανουάριο– μοιάζει μόνον με κυβέρνηση που έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της και οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια σε συντριβή. Και σε αυτό συμφωνεί το σύνολο των δημοσκόπων που παρομοιάζουν τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012. Ολα τούτα τα γνωρίζουν βέβαια στο Μαξίμου. Εξ ου και αντιδρούν σπασμωδικά επιχειρώντας να αποδώσουν την ευθύνη σε όσους ανακοινώνουν τα δυσάρεστα νέα, αντί να διερευνήσουν τους λόγους που τα προκάλεσαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου