slider

Naxios Το πρώτο blog των Κυκλάδων

Naxios

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ Της Τζένιφερ Γκίλμορ ΣΤΗΝ NEW YORK TIMES 7/3/2014 ΓΙΑ ΤΗΝ ΝΑΞΟ ΜΑΣ


 Ταξίδια / Αγαπημένος τόπος
Εισχωρώντας στα τρίσβαθα της Νάξου, επίπεδο προς επίπεδο / «Ξεφλουδίζοντας» τη Νάξο, στρώμα με στρώμα / Ανακαλύπτοντας τη Νάξο



Της Τζένιφερ Γκίλμορ
Το σούρουπο περπατήσαμε το μονοπάτι που ακολουθεί το ρυάκι που συνδέει την Πάνω Ποταμιά με την Κάτω Ποταμιά, δυο χωριά που βρίσκονται στο πιο εύφορο τμήμα της Νάξου, του ελληνικού νησιού. Ενώ τα περισσότερα κυκλαδονήσια είναι ξερά σαν παξιμάδι, η Νάξος καλύπτεται από κατάφυτες κοιλάδες και ορεινά χωριουδάκια, συστάδες από κάτασπρα σπίτια φωλιασμένα σε ένα τοπίο βγαλμένο σαν ....
από πίνακα του φλαμανδού αναγεννησιακού ζωγράφου Bruegel .
Εκείνο το απόγευμα πέρσι το καλοκαίρι ο άντρας μου ο Πέδρο κουβαλούσε το μωρό μας δεμένο πάνω στο στήθος του καθώς ανηφορίζαμε προς την Άνω Ποταμιά, το πάνω χωριό απ όπου πηγάζει το ρυάκι.   Οι γλιστερές πέτρες και το επερχόμενο σκοτάδι μου προκαλούσαν πανικό. Περάσαμε δίπλα από ποταμίσια καβούρια και ένα σμήνος κύκνων, έπειτα από διάφορα χαλάσματα και ερείπια μεταξύ των οποίων και έναν ετοιμόρροπο πύργο όπου λέγεται ότι είναι θαμμένες οι αποδείξεις μιας απαγορευμένης αγάπης του 13 ου αιώνα.
Ήταν το ετήσιο ταξίδι μας στη Νάξο, όπου σε ένα μικρό αγρόκτημα ζει η μητέρα του μισού-Έλληνα άντρα μου, η Βούλα. Φτάνοντας στο χωριό, βρήκαμε την εκκλησιά όπου βαπτίστηκαν ο ανιψιός και η ανιψιά μου και την «Πηγή», την ταβέρνα όπου η Βούλα έκανε το τραπέζι την παραμονή του ελληνο-ιουδαϊκού γάμου μας, σχεδόν μια δεκαετία πριν.   Πρόσφερε κατσίκι στη σούβλα και, κατά την ιδιότυπη λογική της, κόκορα για τους χορτοφάγους.   Αυτά έγιναν το 2004, όταν η Ελλάδα φιλοξένησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και υπήρχε μια αίσθηση ζωντάνιας στο νησί.   Στην Αθήνα γινόταν κουβέντα ακόμη και για ασφαλή επιστροφή των Ελγινείων μαρμάρων.
Με κάθε επίσκεψη στη Νάξο, τη γνωρίζω όλο και πιο βαθιά. Μαθαίνω για ένα καινούριο χωριουδάκι, ή ότι υπάρχουν ερείπια στο κέντρο του νησιού που ποτέ δεν έχω δει ως τώρα. Είμαι αμερικανίδα και δεν μιλάω ελληνικά. Παρά το ότι είμαι ξένος / από άλλη χώρα , έχω τον ενθουσιασμό του ξένου να μαθαίνει πράγματα που ξεφεύγουν από τους τουρίστες: για παράδειγμα, ότι οι Μελανές είναι το καλύτερο μέρος για κόκορα κοκκινιστό, ή ότι οι ντόπιοι κάθονται στα καφενεία κοιτώντας το δρόμο αντί για το κουκλίστικο λιμανάκι, για να βλέπουν ποιος περνάει - και με ποιόν -. ΑΠΌ ΤΗ Χώρα   ΚΑΙ ΤΟ Πάρα Ότι Ειμαι Ξένη, νιώθω μια τρομερή εγγύτητα προς το νησί, κυρίως διότι τόσα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου έχουν λάβει χώρα εκεί.
Την πρώτη φορά που ήρθα στη Νάξο, πολύ πριν το γαμήλιο ταξίδι μου, ήμουν 23 ετών και ταξίδευα μόνη μου.   Πήγαινα κολέγιο μαζί με τον μέλλοντα σύζυγό μου, ο οποίος μου είπε πως η Νάξος είναι «πραγματικό» νησί - σε αντίθεση με άλλα που τα πολυδιαφημίζουν ως τουριστικά, όπως τη Μύκονο, με την αστική νυκτερινή ζωή της και τα πολυτελή μαγαζιά, ή τη Σαντορίνη, όπου αφθονούν οι τουρίστες που την επισκέπτονταν για τα απόκοσμα τοπία της. Η Νάξος, μου είπε, έχει τις πιο όμορφες παραλίες και απομονωμένα χαλάσματα.   Και επειδή διαθέτει τη δική της βιώσιμη γεωργική παραγωγή, είναι ένα από τα ελάχιστα μέρη στο Αιγαίο που μπορείς να φας ένα γεύμα εξολοκλήρου παρασκευασμένο από τοπικά προϊόντα.
Σ 'αυτό το πρώτο ταξίδι χρησιμοποίησα τουριστικό οδηγό.   Περπάτησα στο Κάστρο, την παλιά πόλη που περιελίσσεται κάτω από ένα βενετσιάνικο κάστρο.   Πήγα στην Πλάκα, μια απομακρυσμένη χίπικη παραλία όπου είχε να αγοράσεις βραχιόλια από κάνναβη.   Η Ελλάδα είχε ακόμα ως νόμισμα τη δραχμή, . ΤΟ δολάριο ΗΤΑΝ Ισχυρό ΚΑΙ ΟΛΑ ΗΤΑΝ πάμφθηνα προς Μεγάλη ΜΟΥ Ευτυχία   Έφαγα μπακλαβά ΣΕ ΕΝΑ Α.Ε. καφενείο ΣΤΟ Λιμάνι ΚΑΙ Μετα νοίκιασα ΤΟ Απαραίτητο «παπάκι» - και τράκαρα κατά τα προβλεπόμενα.
Όταν παντρεύτηκα αυτό το αγόρι από τη Νάξο, η εκτίμησή μου για το νησί μεγάλωσε.   Την πρώτη φορά που με πήγε στο νησί, μας πήγε με τη Βούλα στην Απείρανθο, το ψηλότερο χωριό στο νησί, με το παλιό Φολκσβάγκεν του να ξεφυσά στις απότομες στροφές .   Εκεί δειπνήσαμε σε ένα εστιατόριο κάτω από μια καρυδιά.   Όταν μούγκρισα με ευχαρίστηση καθώς βύθιζα τα δόντια μου σε μια τυρόπιτα, ένα αλμυρό πολυεπίπεδο έδεσμα με μπόλικη γραβιέρα, που είναι ένα λιωμένο σκληρό τυρί, η Βούλα με χτύπησε στον καρπό.
«Ήσυχα», είπε. «Θα νομίσουν πως δεν σε ταΐζουμε».
Το μέρος αυτό δεν υπάρχει πια, όπως και πολλά άλλα εστιατόρια και μπυραρίες λόγω της οικονομικής ύφεσης που χτύπησε την Ελλάδα με ιδιαίτερη σφοδρότητα.   Η «Ανεκάμμα», ο αγαπημένος μου φούρνος, κλείνει.   Παρά την κορύφωση της τουριστικής περιόδου, οι τιμές για τα πάντα από δερμάτινα σανδάλια μέχρι σαπούνι από ελαιόλαδο ήταν χαμηλές.   Υπήρχαν ταμπέλες «πωλείται» σε πολλά ακίνητα σε όλο το νησί.   Δεδομένου ότι οι Ναξιώτες είναι πολύ συνδεδεμένοι με τη γη τους, αυτό αποτελεί σοβαρή ένδειξη για δύσκολους καιρούς.
Όμως η «Αξιώτισσα», ένα εστιατόριο κοντά στην παραλία Καστράκι όπου πάει η Βούλα και οι πολλοί ντόπιοι, είναι ακόμη πολύβουη.   Μια ροζ βουκαμβίλια φιδοσέρνεται πάνω στη βεράντα που την καλύπτει μια κληματαριά.   Έχει θέα στη θάλασσα, μέσα από ένα μικρό ελαιώνα - με κότες, κατσίκες, δενδρολίβανο και ρίγανη.   Την επισκέφτηκα πολλές φορές πέρσι το καλοκαίρι και ανακάλυψα πολλά ευφάνταστα πιάτα, διαφορετικά από άλλα που είχα δοκιμάσει στο νησί.   Σαλάτες στεφανωμένες με μυζήθρα, ένα μαλακό τοπικό τυρί και αντράκλα, ή με ρόκα και φρέσκα μυρωδικά.   Μελιτζάνα στη σχάρα ραντισμένη με μέλι και αμύγδαλα, κολοκυθοκεφτέδες πασπαλισμένοι με φρέσκο ​​άνηθο, βραστό κουνέλι τόσο τρυφερό, που γλιστρούσε το κρέας από το κόκκαλο.   Ασφαλώς, όλα ήταν τοπικά και βιολογικά.
Μετά το γεύμα περάσαμε από ένα χωράφι της Βούλας κατά μήκος της παραλίας για να βεβαιωθούμε ότι δεν βάζει κανείς τις κατσίκες του εκεί.   Κάποτε ήταν πολυπόθητες οι δροσάτες και καρπερές βουνίσιες περιοχές πέρα μέσα στην ενδοχώρα.   Η παραλιακή γη ήταν άχρηστη - τίποτε δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει εκεί.   Τώρα τα παραλιακά οικόπεδα είναι πολύφερνα - παρόλα αυτά, μισόχτιστα / ημιτελή Σπίτια σημαδεύουν πολυακουσμένα παράλιους λόφους, γιατί τα τραπεζικά δάνεια στέρεψαν και κανείς δεν έχει λεφτά να τα τελειώσει.
. Από το Καστράκι πήγαμε νότια στο Αλυκό, μια απομονωμένη παραλία περιτριγυρισμένη από βράχους, αμμόλοφους και ένα κεδρόδασος   . Από το βράχο πάνω από τη θάλασσα κρέμεται ένα επίσης μισόχτιστο ξενοδοχείο, απομεινάρι μιας αποτυχημένης επιχείρησης της δεκαετίας του 1950  Ωστόσο, άφησε μια ευχάριστη κληρονομιά: ο δρόμος για αυτούς τους τραχείς και απόμερους όρμους δημιουργήθηκε εξαιτίας του ξενοδοχείου.  Εκεί κοντά βρίσκεται και η αγαπημένη μου παραλία, η Παρθένα, που είναι πιο κατάλληλη για σερφ και «παραπέντε», παρά για κολύμπι.  Τις μέρες με άπνοια όμως, τρεις μέρες κάθε καλοκαίρι το πολύ, ο κόλπος μήκους μερικών εκατοντάδων μέτρων είναι ιδανικός για μια βουτιά, έτσι που μοιάζει άγριος και εγκαταλελειμμένος, σαν μόλις να τον ανακαλύψαμε μόνοι εμείς.
Παντρεύτηκα πάνω από τον Άγιο Προκόπιο, μια εντυπωσιακή λωρίδα λευκής άμμου που εκτείνεται στη δυτική ακτή του νησιού και καταλήγει στην Πλάκα.   Δεν είναι βέβαια η Πλάκα που γνώρισα 20 χρόνια πριν. Οι χίπηδες έφυγαν γι 'αλλού και σήμερα το χώρο μπροστά από τα ξενοδοχεία και τα στούντιο κατά μήκος της παραλίας καταλαμβάνουν ομπρέλες και ξαπλώστρες.  Υπάρχουν ακόμα ήσυχα μέρη για να απλώσεις την πετσέτα σου, υπάρχει όμως και μια μεγάλη ποικιλία από ταβέρνες για να φας και να πιεις.  Πέρσι το καλοκαίρι πήγαμε σε ένα μέρος που το έλεγαν Μεζεδάκια 2/Μεζές ΓΙΑ ΚΑΛΑΜΑΡΙΑ ΚΑΙ σαρδέλες, αλλά μπορεί κανείς να ευχαριστηθεί τρώγοντας μαρίδες (μικρά τηγανητά ψάρια) και πίνοντας μια παγωμένη μπύρα Μύθος σε οποιαδήποτε ταβέρνα του παραλιακού δρόμου.
Παρά ταύτα, οι περιοχές της ενδοχώρας είναι ακόμη έντονα ελκυστικές. Σύμφωνα με τη Βούλα, ΟΛΑ ΤΑ Καλά ΚΑΙ υγιεινά Προϊόντα , το μέλι, τα σπιτικά αυγά, το γλυκό βύσσινο, παράγονται εκεί.  Πέρσι επισκεφθήκαμε το Χαλκί, ένα χωριό που ήταν κάποτε η πρωτεύουσα του νησιού, εξαιτίας της απόστασής του από τα πειρατικά καράβια.  Από τον κεντρικό του δρόμο ξεκινά ένα μικρό πλακόστρωτο δρομάκι, περιστοιχισμένο από ελαιώνες, που φτάνει στη βυζαντινή εκκλησία του Αγ. Γεωργίου (μια όχι και τόσο ευχάριστη διαδρομή αν έχεις και καροτσάκι να σπρώχνεις, οφείλω να προσθέσω).  Η ταβέρνα του Γιάννη στην κεντρική πλατεία είναι γνωστή για τους γίγαντές της, τα μεγάλα λευκά φασόλια που μαγειρεύονται σε κόκκινη σάλτσα, όπως και για τα αρνίσια παϊδάκια της στη σχάρα και για το σουβλάκι της.
Την πρώτη φορά που ο σύζυγός μου με πήγε εκεί, η ταβέρνα ήταν μισογεμάτη και το χωριό ήταν ήσυχο.  Είχαμε έρθει από την κοντινή εκκλησία της Παναγίας Δροσιανής, μια από τις παλαιότερες ορθόδοξες εκκλησίες στα Βαλκάνια, με σπάνιες βυζαντινές τοιχογραφίες.  Είναι ανοιχτή κατά καιρούς για το κοινό.  Εκείνο το απόγευμα ανεβήκαμε τα σκαλιά, θωρώντας ψηλά το καμπαναριό από ακατέργαστη πέτρα και μια γριούλα μας χαιρέτησε στο μικρό παρεκκλήσι.  Ήταν σκονισμένα και δροσερά, και οι ξεθωριασμένες τοιχογραφίες έμοιαζαν μυστηριώδεις και μαγικές μέσα στο εσπερινό φως.
Επιστρέψαμε στο Χαλκί σε αυτήν την πιο πρόσφατη επίσκεψή μας, μαζί με την αδελφή του συζύγου μου, την Πατρίσια, το σύζυγό της το Βαγγέλη, τα παιδιά τους και ένα φίλο - στο χωριό ήταν συγκεντρωμένα λεφούσια από τουρίστες και η ταβέρνα του Γιάννη ήταν γεμάτη.  ΤΟ φημισμένο αποστακτήριο ΤΟΥ Βαλληνδρά ΗΤΑΝ γεμάτο τουρίστες ΠΟΥ περίμεναν Στη Σειρά ΓΙΑ κίτρον, ένα ναξιώτικο γλυκό λικέρ από κίτρο.  Το μωρό άρχισε να κλαίει και εγώ ήθελα να γυρίσω πίσω στην πόλη για ψητό χταπόδι και ούζο, που ασπρίζει με τον πάγο.  Αλλά ο Βαγγέλης και ο φίλος του πρότειναν μια άλλη ταβέρνα στο παρακάτω χωριό, το Δαμαριώνα, ένα μέρος από όπου περνούσα συχνά, αλλά που ποτέ δεν είχα παρατηρήσει.
Οι ντόπιοι αναφέρονται στο εστιατόριο-προορισμό μας ως το πρώτο μέρος αριστερά μετά την είσοδο στο χωριό, και αυτή η ασάφεια είναι ενδεικτική της εμπειρίας που είχαμε και με το δείπνο: το εστιατόριο δεν είχε μενού, και έτσι μας είπαν τι υπήρχε διαθέσιμο, κάτι που , ως συνήθως, δε μπορούσα να καταλάβω.  Τα ανήψια μου έτρεξαν στα άλλα παιδιά - στη Νάξο τα παιδιά μένουν έξω μέχρι τις 2-3 το πρωί, παίζοντας ποδόσφαιρο και κυνηγώντας τις γάτες του χωριού -. Στη φωτισμένη πέτρινη ΒΕΡΑΝΤΑ  ΣΤΟ πλάι βρισκόταν Η. παλιότερη ελιά που είχα δει, με κορμό τόσο χοντρό, όσο μια βελανιδιά.
Περιμένοντας το φαγητό μας, η συζήτηση γύρισε, όπως συμβαίνει συνήθως στο νησί, στα τοπικά κουτσομπολιά.  Ο Πέδρο επανέλαβε μια ιστορία για ένα εστιατόριο σε ένα ιδιαίτερα ειδυλλιακό σημείο της Πλάκας όπου, εξαιτίας μιας διαφοράς για τη γη, ένας γείτονας είχε κάψει με οξύ ένα πανέμορφο δέντρο, αφήνοντάς το χωρίς φύλλα.
Το φαγητό μας έφτασε τελικά: βαθυκόκκινες ντοματοσαλάτες στεφανωμένες με φέτα, ζουμερό σουβλάκι, στοίβες από τηγανητές πατάτες Νάξου, γλυκές και πεντανόστιμες, βαθυκίτρινες, γνωστές σε όλη την Ελλάδα, και πιάτα με το πιο καλομαγειρεμένο τρυφερό κατσικάκι που είχαμε δοκιμάσει.
Μια εβδομάδα αργότερα, φτάσαμε στην Πάνω Ποταμιά με το μωρό και πάλι αποκοιμισμένο στο στήθος του Πέδρο.  Καθώς προχωρούσαμε προς την «Πηγή», μπορούσα ήδη να γευτώ το έντονο τζατζίκι, που σύντομα θα απλώναμε πάνω σε χωριάτικο ψωμί.   ΣΤΗΝ είσοδο προσπεράσαμε ΜΙΑ τουλούμπα / στρόφιγγα .  Οι Ναξιώτες λένε ότι το νερό της Ποταμιάς είναι το καθαρότερο και αγνότερο του νησιού.  Η Πατρίσια είχε φέρει και μια κανάτα για να πάει νερό στη Βούλα.
Γονάτισα κοντά στην κάνουλα και ένωσα τα χέρια μου για να πιω.  Κάποτε πίστευα την παλιά παράδοση του νησιού, ότι αν πιεις από το νερό μια ευχή σου θα πραγματοποιηθεί.  Αποδείχτηκε πως δεν ήταν αλήθεια.  Ήπια, το νερό ήταν εξαιρετικό, και έκανα την ευχή μου, όπως και να έχει.
Μια εκδοχή αυτού του άρθρου βρίσκεται στο φύλλο της 9 ης Μαρτίου 2014, στη σελίδα TR 8 των   New   York Times τίτλο με: "Ένα αρχαίο νησί ανοίγει την αγκαλιά του".
2014 - The New York Times Company



1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Κακή μετάφραση. Εσύ την έκανες Νάξιε; Κι αν όχι, ποιος;