Ομιλία στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής κατά τη συζήτηση με θέμα το Προσχέδιο του Προϋπολογισμού 2023
Παρά το γεγονός ότι ο Υπουργός Οικονομικών παρουσίασε μια σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, η οποία, βεβαίως, αντανακλά την εικόνα της ευημερίας των ισχυρών, ο υπό συζήτηση προϋπολογισμός έρχεται να διευρύνει τις κοινωνικές ανιστότητες, τόνισε ο βουλευτής Κυκλάδων Νίκος Συρμαλένιος, μιλώντας στη συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών της Βουλής κατά τη συζήτηση με θέμα τον Προϋπολογισμό 2023.
Σύμφωνα με τον Νίκο Συρμαλένιο, το ποιοτικό στοιχείο που διακρίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2022, προήλθε κυρίως από την αυξημένη ρευστότητα και την ιδιωτική κατανάλωση των ισχυρότερων οικονομικά στρωμάτων και όχι από την ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης. Επίσης, τα αυξημένα φορολογικά έσοδα, στα οποία μεγάλο ποσοστό κατέχουν οι έμμεσοι φόροι, αποδεικνύουν μεν την αύξηση των εσόδων του Κράτους, ταυτόχρονα, όμως αναδεικνύουν τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων των πολιτών.
Η πρόβλεψη ότι θα περάσουμε σε πλεόνασμα 0,7% το 2023 είναι απολύτως έωλη και παρακινδυνευμένη, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης προσγειώνεται μόλις στο 2,1%, ενώ και οι αυξήσεις των επιτοκίων, όπως το είπε και το Γραφείο του Προϋπολογισμού της Βουλής, αναδεικνύουν τους παράγοντες της επικινδυνότητας για το τι μέλλει γενέσθαι το 2023.
Πέρα από εκεί, ο προϋπολογισμός δεν δείχνει καμία διάθεση παρέμβασης στην αγορά ενέργειας και στην αισχροκέρδεια των παρόχων, δεν δείχνει καμία διάθεση μείωσης των έμμεσων φόρων, ειδικά του ειδικού φόρου στα καύσιμα στα επιτρεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όρια και του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης. Όσο δε για το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτό είναι στοχευμένο στις μεγάλες επιχειρήσεις.
Τέλος, τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021 ότι το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, στην έρευνα αυτή του 2021, κατέχει το 45,7% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι μόλις 9,6% που κατέχει το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Τα φτωχότερα νοικοκυριά που είναι στο 20% του πληθυσμού, αύξησαν το 2021 τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6 %, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Αυτά είναι στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ Σεπτέμβριος του 2022, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και δείχνουν αυτό το οποίο λέμε και εμείς ότι οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι ανισότητες διευρύνονται, τονίζει ο Νίκος Συρμαλένιος.
Δείτε την ομιλία του Νίκου Συρμαλένιου:
«Σε σχέση με το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2023, στη συζήτηση στην πρώτη συνεδρίαση ο Υπουργός κ. Σταϊκούρας παρουσίασε μια σχεδόν ειδυλλιακή εικόνα της ελληνικής οικονομίας, η οποία, βεβαίως, αντανακλά την εικόνα της ευημερίας των ισχυρών που θέλει να εκφράσει ο κ. Σταϊκούρας.
Εγώ θα έλεγα ότι το ποιοτικό στοιχείο που διακρίνει τους ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας για το 2022, προήλθε κυρίως από την αυξημένη ρευστότητα και την ιδιωτική κατανάλωση των ισχυρότερων οικονομικά στρωμάτων και όχι από την ανάπτυξη της παραγωγικής βάσης. Το λέω αυτό διότι ο δείκτης της διεύρυνσης του ελλείμματος στο εμπορικό ισοζύγιο - εισαγωγές πολύ υψηλότερες από τις εξαγωγές - δείχνει ακριβώς ότι η δομή της ελληνικής οικονομίας, πέραν του τουρισμού, είναι μία δομή εύθραυστη και αναιμική σε σχέση με την παραγωγική βάση και στον δευτερογενή τομέα στη βιομηχανία και βεβαίως και στις υπηρεσίες.
Επίσης, τα αυξημένα φορολογικά έσοδα, στα οποία μεγάλο ποσοστό κατέχουν οι έμμεσοι φόροι, αποδεικνύουν μεν την αύξηση των εσόδων του Κράτους, που είναι καλό πράγμα γενικά, ταυτόχρονα, όμως αναδεικνύουν τη μεγάλη μείωση των εισοδημάτων των πολιτών. Διότι όταν πληρώνεις έμμεσο φόρο ΦΠΑ, τον ειδικό φόρο στα καύσιμα, που επανειλημμένως έχουμε ζητήσει τη μείωσή τους και έχουμε αύξηση 6,4 δισ. στους έμμεσους φόρους, σε σχέση με την προβλεπόμενη αύξηση του 2022 στον αρχικό προϋπολογισμό, καταλαβαίνουμε ότι ένας που έχει και κατέχει πληρώνει έμμεσο φόρο, αλλά ένας που δεν έχει και δεν κατέχει, πληρώνει το ίδιο έμμεσο φόρο. Άρα οι ανισότητες μεγαλώνουν.
Η μεγάλη αβεβαιότητα, την οποία παραδέχεται, βεβαίως, και η εισηγητική έκθεση του προσχεδίου του 2023, είναι καθοριστικό στοιχείο για το πώς θα εξελιχθεί ο προϋπολογισμός του 2023 και είναι εντυπωσιακό το στοιχείο μιας προβλεπόμενης αύξησης του πληθωρισμού 3%, που είναι πάρα πολύ ριψοκίνδυνη αυτή η πρόβλεψη, διότι, άλλωστε, και στον προϋπολογισμό του 2022 το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης είχε προβλέψει μάξιμουμ 1% αύξηση στον πληθωρισμό και έπεσε βέβαια τελείως έξω, με αποτέλεσμα να έχουμε φτάσει στα δυσθεώρητα ύψη πάνω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο, 11% και στο 12%. Για αυτό και η πρόβλεψη ότι θα περάσουμε σε πλεόνασμα 0,7% το 2023 είναι απολύτως έωλη και παρακινδυνευμένη, όταν ο ρυθμός ανάπτυξης προσγειώνεται μόλις στο 2,1%, ενώ και οι αυξήσεις των επιτοκίων, όπως το είπε και το Γραφείο του Προϋπολογισμού της Βουλής, αναδεικνύουν τους παράγοντες της επικινδυνότητας για το τι μέλλει γενέσθαι το 2023.
Πέρα από εκεί, ο προϋπολογισμός δεν δείχνει καμία διάθεση παρέμβασης στην αγορά ενέργειας και στην αισχροκέρδεια των παρόχων, δεν δείχνει καμία διάθεση μείωσης των έμμεσων φόρων, ειδικά του ειδικού φόρου στα καύσιμα στα επιτρεπόμενα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όρια και του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης. Όσο δε για το Ταμείο Ανάκαμψης, αυτό είναι στοχευμένο στις μεγάλες επιχειρήσεις. Κάναμε μια κουβέντα την προηγούμενη εβδομάδα με τον Αναπληρωτή Υπουργό, τον κ. Σκυλακάκη, όπου, βεβαίως, δεν μπόρεσε να αμφισβητήσει τους αργούς ρυθμούς εκταμιεύσεων και ότι οι λιμνάζοντες πόροι είναι γύρω στα 5,5 με 6 δισ. σε σχέση με αυτούς που έχουν εισρεύσει στη χώρα μας.
Το ιδιωτικό χρέος στο σύνολό του, προς όλες τις κατευθύνσεις, ανέρχεται περίπου στα 258 δισεκατομμύρια και αυτό λέει πολλά. Η ονομαστική αύξηση μισθών και συντάξεων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να αντισταθμίσει την αύξηση του πληθωρισμού και εγώ θα έλεγα ότι η ευημερία των αριθμών, όπως παρουσιάστηκαν από τους κυβερνητικούς ιθύνοντες και η ερμηνεία των αριθμών, υπηρετεί δύο διαμετρικά αντίθετες πολιτικές. Το αποτέλεσμα είναι για εμάς ότι διευρύνονται οι κοινωνικές ανισότητες και θα σας πω μόνο από τα στοιχεία της έρευνας οικογενειακών προϋπολογισμών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2021 ότι το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα, στην έρευνα αυτή του 2021, κατέχει το 45,7% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος, έναντι μόλις 9,6% που κατέχει το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα. Τα φτωχότερα νοικοκυριά που είναι στο 20% του πληθυσμού, αύξησαν το 2021 τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2020 κατά 2,6 %, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 10,7%. Αυτά είναι στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ Σεπτέμβριος του 2022, δεν μπορούν να αμφισβητηθούν και δείχνουν αυτό το οποίο λέμε και εμείς ότι οι αριθμοί ευημερούν αλλά οι ανισότητες διευρύνονται».
Για να δείτε το βίντεο της ομιλίας του Νίκου Συρμαλένιου, κάντε κλικ στον παρακάτω σύνδεσμο:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου