Στη δημοσιότητα δόθηκε η δημοσκόπηση της Prorata για λογαριασμό της «Εφ.Συν».η έρευνα πραγματοποιήθηκε το διάστημα 11-14 Μαρτίου 2022 σε δείγμα 1.000 ατόμων άνω των 17 ετών.
Το νούμερο ένα πρόβλημα για τους πολίτες είναι η ακρίβεια. Στην έρευνα της Prorata για την «Εφ.Συν» η ακρίβεια μαζί με τους χαμηλούς μισθούς – κακές συνθήκες εργασίας και τα εθνικά θέματα θεωρούνται ως τρία σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα.
Στο ερώτημα «ποια είναι κατά τη γνώμη σας τα τρία σημαντικότερα ζητήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα», οι ερωτηθέντες απαντούν: η ακρίβεια με 58% (και ποσοστό αύξησης 31% σε σχέση με την προηγούμενη μέτρηση της εταιρείας), οι χαμηλοί μισθοί και οι συνθήκες εργασίας με 31%, τα εθνικά θέματα με 28%, η διαφθορά και τα θέματα διαφάνειας (22%), και την πεντάδα συμπληρώνει η εγκληματικότητα και η δημόσια ασφάλεια με 16% (ισοψηφώντας με τα ζητήματα επενδύσεων και οικονομικής ανάπτυξης).
Αξιοσημείωτο είναι, τέλος, το γεγονός ότι η πανδημία υποχωρεί στην ένατη θέση της λίστας με 14% (και 21 μονάδες λιγότερες από την έρευνα του Ιανουαρίου).
Στην πρόθεση ψήφου, η Ν.Δ. διατηρείται πρώτη με 31% και ο ΣΥΡΙΖΑ ακολουθεί με διαφορά 7 ποσοστιαίων μονάδων στο 24% (χάνουν και οι δύο από μία μονάδα), ενώ το τρίτο Κίνημα Αλλαγής λαμβάνει ποσοστό 12,5%. Ωστόσο, η δεξαμενή των αναποφάσιστων αυξάνεται, φτάνοντας στο 15,5% (από 13,5% που ήταν προ δύο μηνών).
Αρνητική είναι η γνώμη των πολιτών για την κυβερνητική διαχείριση της πανδημίας αν και κλείνει κάπως η ψαλίδα σε σχέση με τις προηγούμενο τετράμηνο, καθώς το 55% αξιολογεί αρνητικά τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση ενώ το 43% αρνητικά.
Η κυριαρχία των αρνητικών συναισθημάτων και οι βραχνοί προφήτες
Σύμφωνα με τον Επικεφαλής Πολιτικών Ερευνών της Prorata Άγγελο Σεριάτο, η συστηματικά παρατηρούμενη το τελευταίο διάστημα φθορά της κυβέρνησης ενδεχομένως να ανακόπτεται –τουλάχιστον ως προς την έντασή της– λόγω της επανεμφάνισης του συνδρόμου της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία». Ενός φαινομένου που αφορά μια φοβική τάση προσωρινής συσπείρωσης γύρω από το status quo εν μέσω μιας διεθνούς εμβέλειας κρίσης και σε μια παράλληλη αδυναμία των αντιπολιτευτικών σχηματισμών να αυξήσουν την ορατότητά τους και βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Τα δύο παραπάνω συμβαίνουν αφενός γιατί υπάρχει προφανής (ψυχολογική ή/και ορθολογική) ανάγκη για πίστη προς τους θεσμούς που ηγούνται μιας κρίσιμης προσπάθειας και αφετέρου γιατί εκ των πραγμάτων τα ΜΜΕ εστιάζουν πάνω στις εξελίξεις που αφορούν αυτή την προσπάθεια και τους πρωταγωνιστές της.
Αναμενόμενα η ακρίβεια –που αποτελεί με διαφορά τον νούμερο ένα πονοκέφαλο για την ελληνική κοινωνία αυτή την περίοδο– και ο πόλεμος καλλιεργούν αρνητικά συναισθήματα. Τρομάζουν. Υπό αυτή την έννοια τα εντεινόμενα συναισθήματα απογοήτευσης, θυμού, απελπισίας και φόβου αποτυπώνουν μια κοινωνία στα όρια της συλλογικής κατάθλιψης. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, δεν οδηγούν σε θεαματικές μεταβολές ούτε ως προς την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου ούτε και την πρόθεση ψήφου. Η φθορά, παρ’ ότι δεν ανακόπτεται πλήρως, μοιάζει να φρενάρεται από το «αόρατο χέρι» της παραίτησης και του φόβου και την προαναφερθείσα τάση –προσωρινής έστω– αγκίστρωσης σε όσους διαχειρίζονται ιστορικές κρίσεις.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ποσοστό όσων παρουσιάζονται απόλυτα ή αρκετά ικανοποιημένοι από το κυβερνητικό έργο μειώνεται μόνο οριακά από το 34% στο 33%, όπως αντίστοιχα και η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. από το 32% του Ιανουαρίου στο 31%. Η πιθανή επανεμφάνιση του rally round the flag συνδρόμου, ωστόσο, έχει και μια άλλη όψη: τη μη θετική μεταβολή (αν όχι μείωση) των δυνάμεων εκείνων που δεν ηγούνται μιας τέτοιου τύπου κρίσης. Ως εκ τούτου, η μικρή αύξηση της ικανοποίησης από το αντιπολιτευτικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. κατά 2% δεν αποτυπώνεται και στην πρόθεση ψήφου, με τα δύο κόμματα να παρουσιάζουν επίσης οριακές απώλειες στην εκλογική τους επιρροή.
Εν τούτοις, δύο στοιχεία που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα ενδεχομένως να αποτελέσουν σύντομα πυροδότες αλλαγών του πολιτικού σκηνικού, αξίζοντας υπό αυτή την έννοια την προσοχή μας. Πρώτον, η σημαντική αύξηση της ικανοποίησης από το αντιπολιτευτικό έργο της Ελληνικής Λύσης από το 8% στο 12% και η καταγραφή μιας υποβόσκουσας διάθεσης για στήριξη ακροδεξιών σχηματισμών που ακόμα δεν αποτυπώνεται με τη σαφήνεια της κομματικής προτίμησης και δεύτερον ο αυξανόμενος όγκος της γκρίζας ζώνης που ξεπερνάει μετά από καιρό το 15%. Μια γκρίζα περιοχή ψηφοφόρων εντός της οποίας η ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο φτάνει μόλις το 18%.
Τα γεγονότα που έχουν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος εκλογικού κύκλου είναι ιστορικά. Μέσα σε τρία χρόνια, η ανθρωπότητα έχει βιώσει μια παγκόσμια πανδημική κρίση και έναν πόλεμο εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου, τον πρώτο μετά από αρκετές δεκαετίες. Αυτά και μόνο τα γεγονότα αποτελούν παράγοντες που de facto θα επηρεάσουν με τρόπο απρόβλεπτο το πώς αισθάνονται, σκέπτονται και δρουν οι κοινωνίες. Και ιδίως η ελληνική. Μια κοινωνία που βιώνει ήδη με βίαιο τρόπο ένα πρωτοφανές κύμα ακρίβειας.
Μια κοινωνία που θέλει να αποφύγει την εξάπλωση της έντασης στην ευρύτερη γειτονιά της. Μια κοινωνία που σε τελική ανάλυση μετά από μια εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία λιτότητας και γενικότερης αστάθειας –και ως προς αυτό αποτελεί μοναδική περίπτωση στην Ευρώπη– ήλπιζε ότι θα περάσει σε μια φάση σταθερότητας. Και όποιος ισχυρίζεται, σαν άλλος βραχνός προφήτης, ότι μπορεί με βεβαιότητα να προβλέψει το πώς θα συμπεριφερθεί πολιτικά και εκλογικά μια κοινωνία που ξεχειλίζει αρνητικά συναισθήματα και της οποίας οι προσδοκίες για ευημερία συνεχώς διαψεύδονται, είτε δεν κατανοεί τη συγκυρία είτε απλώς επιχειρεί να χειραγωγήσει. Γιατί «χωρίς τριγμό, χωρίς λυγμό, χωρίς βαριά πατήματα» κάπου υπάρχει «ψέμα», κάποια απρόβλεπτη δυναμική –ακόμα– δεν πραγματώνεται.
Σύμφωνα με τον Επικεφαλής Πολιτικών Ερευνών της Prorata Άγγελο Σεριάτο, η συστηματικά παρατηρούμενη το τελευταίο διάστημα φθορά της κυβέρνησης ενδεχομένως να ανακόπτεται –τουλάχιστον ως προς την έντασή της– λόγω της επανεμφάνισης του συνδρόμου της «συσπείρωσης γύρω από τη σημαία». Ενός φαινομένου που αφορά μια φοβική τάση προσωρινής συσπείρωσης γύρω από το status quo εν μέσω μιας διεθνούς εμβέλειας κρίσης και σε μια παράλληλη αδυναμία των αντιπολιτευτικών σχηματισμών να αυξήσουν την ορατότητά τους και βελτιώσουν τις επιδόσεις τους. Τα δύο παραπάνω συμβαίνουν αφενός γιατί υπάρχει προφανής (ψυχολογική ή/και ορθολογική) ανάγκη για πίστη προς τους θεσμούς που ηγούνται μιας κρίσιμης προσπάθειας και αφετέρου γιατί εκ των πραγμάτων τα ΜΜΕ εστιάζουν πάνω στις εξελίξεις που αφορούν αυτή την προσπάθεια και τους πρωταγωνιστές της.
Αναμενόμενα η ακρίβεια –που αποτελεί με διαφορά τον νούμερο ένα πονοκέφαλο για την ελληνική κοινωνία αυτή την περίοδο– και ο πόλεμος καλλιεργούν αρνητικά συναισθήματα. Τρομάζουν. Υπό αυτή την έννοια τα εντεινόμενα συναισθήματα απογοήτευσης, θυμού, απελπισίας και φόβου αποτυπώνουν μια κοινωνία στα όρια της συλλογικής κατάθλιψης. Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, δεν οδηγούν σε θεαματικές μεταβολές ούτε ως προς την αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου ούτε και την πρόθεση ψήφου. Η φθορά, παρ’ ότι δεν ανακόπτεται πλήρως, μοιάζει να φρενάρεται από το «αόρατο χέρι» της παραίτησης και του φόβου και την προαναφερθείσα τάση –προσωρινής έστω– αγκίστρωσης σε όσους διαχειρίζονται ιστορικές κρίσεις.
Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο το ποσοστό όσων παρουσιάζονται απόλυτα ή αρκετά ικανοποιημένοι από το κυβερνητικό έργο μειώνεται μόνο οριακά από το 34% στο 33%, όπως αντίστοιχα και η εκλογική επιρροή της Ν.Δ. από το 32% του Ιανουαρίου στο 31%. Η πιθανή επανεμφάνιση του rally round the flag συνδρόμου, ωστόσο, έχει και μια άλλη όψη: τη μη θετική μεταβολή (αν όχι μείωση) των δυνάμεων εκείνων που δεν ηγούνται μιας τέτοιου τύπου κρίσης. Ως εκ τούτου, η μικρή αύξηση της ικανοποίησης από το αντιπολιτευτικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝ.ΑΛΛ. κατά 2% δεν αποτυπώνεται και στην πρόθεση ψήφου, με τα δύο κόμματα να παρουσιάζουν επίσης οριακές απώλειες στην εκλογική τους επιρροή.
Εν τούτοις, δύο στοιχεία που προκύπτουν από την παρούσα έρευνα ενδεχομένως να αποτελέσουν σύντομα πυροδότες αλλαγών του πολιτικού σκηνικού, αξίζοντας υπό αυτή την έννοια την προσοχή μας. Πρώτον, η σημαντική αύξηση της ικανοποίησης από το αντιπολιτευτικό έργο της Ελληνικής Λύσης από το 8% στο 12% και η καταγραφή μιας υποβόσκουσας διάθεσης για στήριξη ακροδεξιών σχηματισμών που ακόμα δεν αποτυπώνεται με τη σαφήνεια της κομματικής προτίμησης και δεύτερον ο αυξανόμενος όγκος της γκρίζας ζώνης που ξεπερνάει μετά από καιρό το 15%. Μια γκρίζα περιοχή ψηφοφόρων εντός της οποίας η ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο φτάνει μόλις το 18%.
Τα γεγονότα που έχουν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια του τρέχοντος εκλογικού κύκλου είναι ιστορικά. Μέσα σε τρία χρόνια, η ανθρωπότητα έχει βιώσει μια παγκόσμια πανδημική κρίση και έναν πόλεμο εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου, τον πρώτο μετά από αρκετές δεκαετίες. Αυτά και μόνο τα γεγονότα αποτελούν παράγοντες που de facto θα επηρεάσουν με τρόπο απρόβλεπτο το πώς αισθάνονται, σκέπτονται και δρουν οι κοινωνίες. Και ιδίως η ελληνική. Μια κοινωνία που βιώνει ήδη με βίαιο τρόπο ένα πρωτοφανές κύμα ακρίβειας.
Μια κοινωνία που θέλει να αποφύγει την εξάπλωση της έντασης στην ευρύτερη γειτονιά της. Μια κοινωνία που σε τελική ανάλυση μετά από μια εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία λιτότητας και γενικότερης αστάθειας –και ως προς αυτό αποτελεί μοναδική περίπτωση στην Ευρώπη– ήλπιζε ότι θα περάσει σε μια φάση σταθερότητας. Και όποιος ισχυρίζεται, σαν άλλος βραχνός προφήτης, ότι μπορεί με βεβαιότητα να προβλέψει το πώς θα συμπεριφερθεί πολιτικά και εκλογικά μια κοινωνία που ξεχειλίζει αρνητικά συναισθήματα και της οποίας οι προσδοκίες για ευημερία συνεχώς διαψεύδονται, είτε δεν κατανοεί τη συγκυρία είτε απλώς επιχειρεί να χειραγωγήσει. Γιατί «χωρίς τριγμό, χωρίς λυγμό, χωρίς βαριά πατήματα» κάπου υπάρχει «ψέμα», κάποια απρόβλεπτη δυναμική –ακόμα– δεν πραγματώνεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου