Συγκεκριμένα, ο επιχειρηματίας αποκάλυψε σε συνέντευξη Τύπου, τον Μάιο του 2016, ότι του ζητήθηκαν, μέσω τρίτου προσώπου, χρήματα με τη «μέθοδο του βιβλίου», να τα τοποθετήσει δηλαδή μέσα σε ένα βιβλίο, και ότι του ζητήθηκε μέγεθος «βιβλιοθήκης». Εκείνη την περίοδο κρινόταν η έκδοση δύο στενών συνεργατών του, στελεχών της MIG, από την Ελλάδα στην Κύπρο.
Ο επιχειρηματίας ηχογράφησε τη συνομιλία που είχε στο γραφείο του με την επιχειρηματία Δ.Μ., έμπιστη φίλη της πρώην προέδρου του Αρείου Πάγου Βασιλικής Θάνου, η οποία ήταν η αγγελιοφόρος των μηνυμάτων. Κατά τη διάρκεια της συνομιλίας η Δ.Μ. παραδέχεται ότι του μετέφερε αίτημα της Θάνου για «βιβλία» και ότι αν τελικώς ο επιχειρηματίας έδινε τα χρήματα, αυτά θα πήγαιναν απευθείας στην τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου, ενώ ο γιος της, κατά τη Δ.Μ., θα είχε τον ρόλο του εισπράκτορα.
Από τη συνομιλία αλλά και από το περιεχόμενο της μηνυτήριας αναφοράς του Βγενόπουλου, το οποίο δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ, αλλά είναι σε θέση να το γνωρίζει το iefimerida, επιβεβαιώνονται πλήρως όσα κατήγγειλε ο επιχειρηματίας. Αποκαλύπτεται, ταυτόχρονα, ένα αποκρουστικό παρασκήνιο διαπλοκής λειτουργών της Δικαιοσύνης με επιχειρηματίες, εκβιαστικών πιέσεων, κατάργησης των ορίων εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας.
Επίσης, ένα παραδικαστικό κύκλωμα, στην κορυφή της πυραμίδας της Δικαιοσύνης, το οποίο άλλοτε δρούσε από κοινού και άλλοτε αλληλοϋπονομευόταν ανάλογα με το προσωπικό συμφέρον του κάθε μέλους του. Η αίσθηση ασυδοσίας και παντοδυναμίας ήταν τόσο μεγάλη, ώστε η Θάνου, αν αληθεύουν όσα μετέφερε η Δ.Μ., χρησιμοποίησε ακόμα και το αξίωμα της υπηρεσιακής πρωθυπουργού προκειμένου να αποκομίσει προσωπικά οφέλη.
Η αποκάλυψη της ΜΠΑΜ
Όπως έχει αποκαλύψει ήδη η εφημερίδα «ΜΠΑΜ στο Ρεπορτάζ» η μήνυση Βγενοπούλου ανατέθηκε στον πρωην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, Παναγιώτη Καράγιαννη ο οποίος θεωρούσε ότι υπήρχαν αρκετά στοιχεία τα οποία «έκαιγαν» την πρωην πρόεδρο του Αρείου Πάγου και εκ των υστέρων νομική σύμβουλο του Αλέξη Τσίπρα. Ω του θαύματος όμως ο κ. Καραγιάννης αποσύρθηκε από την υπόθεση επικαλούμενος λόγους υγείας. Η δικογραφία χρεώθηκε στην Αννα Ζαϊρη η οποία με τυπική προκαταρκτική εξέταση αρχειοθέτησε την υπόθεση! Στη συνεχεια η κυρία Ζαϊρη έγινε επικεφαλής της Αρχής για το Ξέπλυμα.
Πώς στήθηκε ο εκβιασμός
Το 2016 ο Ανδρέας Βγενόπουλος, ο ισχυρός άνδρας της MIG, βρισκόταν στη δίνη ενός δικαστικού κυκλώνα. Η πίεση που δεχόταν ήταν πολύ μεγάλη και προσπαθούσε να την περιγράψει στις δημόσιες τοποθετήσεις του. Εκείνη την εποχή, ελάχιστοι ήταν υποψιασμένοι για όσα συνέβαιναν στη Δικαιοσύνη, με αποτέλεσμα οι καταγγελίες του επιχειρηματία να πέφτουν στο κενό. Μέχρι που στις 11 Μαΐου του 2016 τράβηξε τη «σκανδάλη». Σε μια συνέντευξη Τύπου, τη δεύτερη που πραγματοποίησε μέσα σε διάστημα δύο μηνών, κατήγγειλε για απόπειρα εκβιασμού την τότε πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Βασιλική Θάνου.
Συγκεκριμένα, είχε δηλώσει: «Σήμερα υπέβαλα μηνυτήρια αναφορά στην Εισαγγελία Αθηνών για την πιθανολογούμενη τέλεση σοβαρότατων, αξιόποινων πράξεων, και δη της δωροληψίας υπαλλήλου δικαστικού λειτουργού, εμπορίας επιρροής, απόπειρας εκβίασης, παράβασης καθήκοντος, και τυχόν άλλων. Στις πράξεις αυτές φαίνεται ότι εμπλέκονται η πρόεδρος του Αρείου Πάγου κυρία Βασιλική Θάνου, μια επιχειρηματίας φίλη της και άλλα ενδεχομένως συγγενικά της πρόσωπα».
Το ισχυρό δίδυμο Παπαγγελόπουλου – Θάνου
Εκείνη την εποχή η κυρία Θάνου ήταν πανίσχυρη στον χώρο της Δικαιοσύνης, και λόγω της θέσης της αλλά και επειδή είχε πολιτική κάλυψη από την τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ. Επιπλέον, το διάστημα 27 Αυγούστου-21 Σεπτεμβρίου 2015, κατά την προεκλογική περίοδο μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου, διετέλεσε πρωθυπουργός της υπηρεσιακής κυβέρνησης, γεγονός που αύξησε το κύρος της. Στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Θάνου, υπουργός Δικαιοσύνης τοποθετήθηκε ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος τότε ήταν υφυπουργός Δικαιοσύνης και μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 αναβαθμίστηκε σε αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Τόσο η Βασιλική Θάνου όσο και ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος προέρχονταν από τη ΝΔ και συνδέονταν με στενή και μακρόχρονη φιλία με τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλο, ο οποίος φρόντισε με τη στάση του στο δημοψήφισμα, αλλά και με άλλους τρόπους, να ξεχρεώσει την προτίμηση που του έδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ για το ύπατο αξίωμα. Επίσης, και οι δύο είχαν στενούς δεσμούς με τον Πάνο Καμμένο, τον πρόεδρο των Ανεξάρτητων Ελλήνων, οι οποίοι συγκυβερνούσαν με τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ασχέτως της πορείας του ισχυρού άνδρα της MIG και της τελικής έκβασης των δικαστικών εμπλοκών του, το γεγονός ότι ένας προβεβλημένος επιχειρηματίας κατήγγειλε για εκβιασμό την εν ενεργεία πρόεδρο του Αρείου Πάγου θα έπρεπε να είχε ταρακουνήσει συθέμελα το δικαστικό και το πολιτικό σύστημα. Δεν γίνονται κάθε ημέρα τέτοιες καταγγελίες!
Θα περίμενε κάποιος ότι η «βόμβα» που έσκασε θα οδηγούσε στο δικαστήριο είτε τον επιχειρηματία (για συκοφαντική δυσφήμιση), είτε την πρόεδρο του Αρείου Πάγου (για εκβίαση), είτε τη μεσάζουσα (για απάτη). Ωστόσο, τίποτα δεν έγινε.
Την ώρα που ο επιχειρηματίας παραχωρούσε τη συνέντευξη Τύπου, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, τον οποίο, επίσης, κατήγγειλε για εναντίον του παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη ο Βγενόπουλος, επισκεπτόταν «για ευχές», όπως δήλωσε αργότερα, την κυρία Θάνου στο γραφείο της. Όταν ρωτήθηκε για τις καταγγελίες, απάντησε «δεν ασχολούμαι με τον κ. Βγενόπουλο».
Η κυρία Θάνου, από την πλευρά της, δήλωσε ότι όσα είπε ο επιχειρηματίας ήταν «αθλιότητες», «ανακριβή», «κατασκευασμένα» και «ανυπόστατα». Και προσέθετε ότι όταν θα ενημερωνόταν για το περιεχόμενο της μηνυτήριας αναφοράς, θα έπραττε τα δέοντα.
Τι απέγινε η μηνυτήρια αναφορά Βγενόπουλου
Ο Βγενόπουλος, πέρα από τις καταγγελίες του, απηύθυνε έκκληση στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα να συνεχίσει τη μάχη κατά της διαφθοράς, αλλά όχι στηριζόμενος στα λάθος πρόσωπα. «Σας ερωτώ, κύριε πρωθυπουργέ», είχε πει, «είστε σίγουρος ότι ο κ. Παπαγγελόπουλος είναι το νέο και άφθαρτο, που μπορεί να πολεμήσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή;».
Ο επιχειρηματίας δεν έζησε για να δει την κατάληξη της υπόθεσής του. Απεβίωσε λόγω καρδιακής ανακοπής, τον Νοέμβριο του 2016. Η έρευνα των καταγγελιών του, έπειτα από τη διαδοχική «εξαίρεση» ενός ή δύο εισαγγελέων, ανατέθηκε στην αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Άννα Ζαΐρη. Η Ζαΐρη, πρόσωπο της επιρροής Θάνου, όπως λένε εισαγγελικές πηγές, αρχειοθέτησε τη μηνυτήρια αναφορά με σπουδή που προκάλεσε πολλά ερωτήματα, μέσα σε μόλις 5 ημέρες! Στη συνέχεια τοποθετήθηκε από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, στο οποίο προήδρευε η Θάνου, επικεφαλής της Αρχής για το ξέπλυμα μαύρου χρήματος, με οριακή πλειοψηφία έξι ψήφων υπέρ και πέντε κατά. Η Θάνου, δέκα ημέρες μετά τη συνταξιοδότησή της, τοποθετήθηκε, στις 10 Ιουλίου 2017, άμισθη προϊσταμένη του Νομικού Γραφείου της Γενικής Γραμματείας του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα. Η απόφαση αυτή προκάλεσε σάλο και η κυβέρνηση δέχθηκε σκληρή κριτική από τα κόμματα της αντιπολίτευσης.
Η έρευνα για τα άλλα δύο πρόσωπα που αναφέρονταν στη μηνυτήρια αναφορά του Βγενόπουλου, η οποία επίσης αρχειοθετήθηκε, ανατέθηκε σε άλλον εισαγγελέα, τον Χρήστο Ντζούρα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο συγκεκριμένος εισαγγελέας, επίκουρος της εισαγγελέως Διαφθοράς, Ελένης Τουλουπάκη, εμφανίζεται «συμπτωματικά» να έχει ενεργό ρόλο και σε άλλες τρεις υποθέσεις ειδικού ενδιαφέροντος.
Συγκεκριμένα, τον Σεπτέμβριο του 2015, μία εβδομάδα πριν από τις εθνικές εκλογές, ταξίδεψε παράνομα και εξωθεσμικά στο Παρίσι, μαζί με άλλους τρεις συναδέλφους του για να συναντήσει τον Ερβέ Φαλτσιανί (λίστα Λαγκάρντ), χωρίς να έχουν ενημερώσει την Εισαγγελία του Αρείου Πάγου. Το ταξίδι αυτό έγινε στο πλαίσιο της διερεύνησης της υποτιθέμενης «εγκληματικής οργάνωσης» με στόχο τον επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή και τον δικηγόρο και στέλεχος της ΝΔ Σταύρο Παπασταύρου. Επίσης, ήταν ένας από τους εισαγγελείς που «έθαψαν» τη δικαστική συνδρομή από την Κύπρο που αθώωνε τα δύο παραπάνω πρόσωπα. Ακόμα, διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαχείριση του σκανδάλου Novartis.
O Βγενόπουλος είχε αποδείξεις για τον εκβιασμό του
Στην υπόθεση Βγενόπουλου, παρά τις ενδείξεις ότι ενδεχομένως κάτι δεν πήγαινε καλά στη διαδικασία που ακολουθήθηκε, παρέμενε το ερώτημα αν ο επιχειρηματίας έκανε τις πρωτοφανείς, σχεδόν απίστευτες, καταγγελίες του κινούμενος από απελπισία ή από εκδικητική μανία.
Το ντοκουμέντο που αποκαλύπτει σήμερα το iefimerida δείχνει ότι ο Βγενόπουλος δεν έκανε ούτε άλμα απελπισίας στο κενό, ούτε κάποιον μεγαλειώδη αντιπερισπασμό, σπιλώνοντας μια ανώτατη δικαστική λειτουργό για να θολώσει τα νερά σχετικά με τις υποθέσεις του. Είχε αποδείξεις για τον εκβιασμό του, καθώς κατέγραψε τη συνομιλία που είχε με την επιχειρηματία Δ.Μ., η οποία φαίνεται να λειτουργούσε ως δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα σε εκείνον και στην κυρία Θάνου.
Η αναμόχλευση των γεγονότων εκείνης της περιόδου δεν στοχεύει στην
αποκατάσταση του Βγενόπουλου, αλλά σε κάτι πολύ πιο σημαντικό.
Η περίοδος Θάνου – Παπαγγελόπουλου ήταν από τις χειρότερες της ελληνικής Δικαιοσύνης, μια περίοδος διχασμού, σωρείας πειθαρχικών ελέγχων, ακόμα και απολύσεων δικαστικών λειτουργών, με σκοπό την καθυπόταξη του σώματος. Η εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη υπέστη βαρύτατο πλήγμα, καθώς οι πολίτες άκουγαν συνεχώς για σκάνδαλα και έβλεπαν έναν πρωτοφανή πόλεμο ανακοινώσεων ανάμεσα σε δικαστικές ενώσεις, καθώς δεν ήταν όλοι οι δικαστές και εισαγγελείς διατεθειμένοι να σκύψουν το κεφάλι.
Αν το κλίμα αυτό συνδυαστεί με την ασυλία που απολάμβανε το δίδυμο Θάνου – Παπαγγελόπουλου από την τότε κυβέρνηση, η υπόθεση ξεφεύγει από το επίπεδο της προσωπικής περιπέτειας ενός επιχειρηματία και γίνεται ζήτημα δημοκρατίας. Γιατί όταν πάσχει μία από τις τρεις θεμελιώδεις εξουσίες, όταν αλλοιώνονται οι θεσμοί του πολιτεύματος, η δημοκρατία κλονίζεται.
Την ίδια εποχή οι υποθέσεις Μιωνή, Παπασταύρου
Ο εκβιασμός, ο οποίος καταγγέλθηκε το 2016, όχι μόνο δεν διερευνήθηκε, αλλά «κουκουλώθηκε» με συνοπτικές διαδικασίες. Μήπως κάποιοι ένιωθαν ότι βρίσκονται υπεράνω του νόμου; Είναι, άραγε, τυχαίο γεγονός ότι την ίδια περίοδο, τον Μάρτιο του 2016, ο Δημήτρης Παπαγγελόπουλος εκβίασε τον επιχειρηματία Σάμπυ Μιωνή, εντός του Μεγάρου Μαξίμου; Και ότι, δύο μήνες μετά, εξαφανίστηκε από τους εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς (Τουλουπάκη, Ντζούρα, Καλούδη) η δικαστική συνδρομή από την Κύπρο που δικαίωνε τους Παπασταύρο και Μιωνή, η οποία ξαναβρέθηκε, όλως τυχαίως, μόνο μετά την εκλογική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ;
Σε μια άλλη ηχογραφημένη συνομιλία που έγινε στην Κύπρο, στις 21 Μαΐου, ο τότε υπουργός Επικρατείας, Νίκος Παππάς, παραδέχθηκε στον Ελληνοϊσραηλινό επιχειρηματία ότι «ο Παπαγγελόπουλος έχει τη δική του ατζέντα» και ότι «κάποιοι βγάζουν πολλά λεφτά». Ο Παπαγγελόπουλος, για ένα παρόμοιο αδίκημα με αυτό που περιγράφεται στην ηχογραφημένη συνομιλία που αποκαλύπτει το iefimerida, παραπέμφθηκε από τη Βουλή στο Ειδικό Δικαστήριο. Η κυρία Θάνου δεν θα πρέπει κάποια στιγμή να κληθεί να δώσει εξηγήσεις και να καθαρίσει το όνομά της, καθώς στο ηχητικό ντοκουμέντο εμφανίζεται να έχει χρησιμοποιήσει και σε άλλες περιπτώσεις τη «μέθοδο του βιβλίου»; Διαφορετικά, όσο δεν επέρχεται κάθαρση, αυτές οι υποθέσεις θα στοιχειώνουν το συλλογικό υποσυνείδητο και δεν πρόκειται να κλείσουν ποτέ.
Οι καταγγελίες της Τσατάνη
Στις 11 Μαΐου 2016, ο Βγενόπουλος δημοσιοποίησε τον εκβιασμό του. Λίγο πριν, η εισαγγελέας Εφετών Γεωργία Τσατάνη είχε καταγγείλει ότι τον Νοέμβριο του 2015 ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης Δημήτρης Παπαγγελόπουλος της άσκησε πιέσεις προκειμένου να επιστρέψει τη δικογραφία Βγενόπουλου στην εισαγγελέα Εγκλημάτων Διαφθοράς Ελένη Ράικου.
Η καταγγελία της Τσατάνη προκάλεσε σάλο. «Σε συμβουλευτικό δήθεν ύφος, μου συνέστησε (σ.σ.: ο κ. Παπαγγελόπουλος) εκ νέου να επιστρέψω τη δικογραφία που “χειρίζομαι παράνομα” στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς και άμεσα, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα ξεσπάσει εις βάρος μου άγριος πόλεμος. Χαρακτηριστικά, δε, τόνισε ότι έχω ένα απόστημα που θα σκάσει εις βάρος μου και ότι πρέπει να κάνω Χριστούγεννα με την οικογένειά μου», τονιζόταν στην αναφορά της προς την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ευτέρπη Κουτζαμάνη.
Η Τσατάνη είχε πάει με δική της πρωτοβουλία στο γραφείο του κ. Παπαγγελόπουλου, προκειμένου «να λυθούν οι παρανοήσεις» για την παραπάνω υπόθεση. Όπως κατήγγειλε, εκείνος της ζήτησε πιεστικά να επιστρέψει τη δικογραφία στην Εισαγγελία Εγκλημάτων Διαφθοράς, και η παραπάνω συνομιλία έγινε σε τηλεφώνημα που ακολούθησε. Η εισαγγελέας Εφετών αρχειοθέτησε σκέλος της υπόθεσης Βγενόπουλου και αμέσως μετά της ασκήθηκε πειθαρχική δίωξη από την πρόεδρο του Αρείου Πάγου, η οποία είχε εξοπλιστεί με τις υπερεξουσίες που της έδινε ο νόμος τον οποίο είχε ψηφίσει τον Δεκέμβριο του 2015 η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ.
Με βάση αυτές, κίνησε την 1η Μαρτίου πειθαρχική έρευνα κατά της Τσατάνη. Να σημειωθεί ότι ο συγκεκριμένος νόμος έδινε στην πρόεδρο του Αρείου Πάγου τη δυνατότητα να προεδρεύει στα συμβούλια που κρίνουν δικαστές και εισαγγελείς. Να μπορεί, δηλαδή, να ζητεί τη διερεύνηση του όποιου παραπτώματος και, επιπλέον, να το δικάζει.
Η Τσατάνη υπέβαλε αίτηση εξαίρεσης της κυρίας Θάνου και η πρόεδρος του Αρείου Πάγου ανέθεσε την υπόθεση στην αντιπρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στενή της φίλη, Ασπασία Καρέλλου. Η ποινή που επιβλήθηκε στην Τσατάνη ήταν στέρηση μισθού 60 ημερών, για τους χειρισμούς στην υπόθεση Βγενόπουλου, οι οποίοι, σύμφωνα με την απόφαση, «δεν συνάδουν με τα καθήκοντα της εισαγγελικής λειτουργού».
Τον Ιούνιο του 2016, μόλις ανέλαβε τα καθήκοντά της, η εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ξένη Δημητρίου παρήγγειλε προκαταρκτική εξέταση για το ΚΕΕΛΠΝΟ και, παράλληλα, ανέσυρε από το αρχείο την υπόθεση Βγενόπουλου, την οποία είχε αρχειοθετήσει η Τσατάνη. Η κίνηση αυτή εξελήφθη ως έμμεση αποδοκιμασία των χειρισμών Τσατάνη.
Ποια ήταν όμως η παρανόηση που ήθελε να λύσει η εισαγγελέας Εφετών και επισκέφθηκε στο γραφείο του τον Παπαγγελόπουλο;
Τον Σεπτέμβριο του 2015, το περιοδικό «Hot Doc», του Κώστα Βαξεβάνη, αποκάλυπτε ότι έγινε «δικαστικό πραξικόπημα στο στάδιο της δίωξης Βγενόπουλου». Το πραξικόπημα ήταν «η καινοφανής πρωτοβουλία της εισαγγελέως Εφετών Γεωργίας Τσατάνη να πάρει από τους εισαγγελείς Διαφθοράς τη δικογραφία με όλα τα στοιχεία για την υπό έλεγχο δραστηριότητα Βγενόπουλου στην Κύπρο και ενώ εκείνοι είχαν φτάσει στο στάδιο της δίωξης».
Η πραγματικότητα ήταν διαφορετική, καθώς οι εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς ερευνούσαν μόνο το ελληνικό σκέλος των υποθέσεων Βγενόπουλου. Αλλά όταν, τον Νοέμβριο του 2015, ο εισαγγελέας Ιωάννης Αγγελής υπέβαλε αναφορά καταγγέλλοντας μεθοδεύσεις στην έρευνα για τον επιχειρηματία, με βάση στοιχεία από την Κύπρο, η Ελένη Ράικου ζήτησε από την εισαγγελέα του Αρείου Πάγου να δώσει την υπόθεση σε άλλον εισαγγελέα επειδή η ίδια δεν μπορούσε να ελέγξει τον αρχαιότερο εκείνης, Αγγελή. Η Κουτζαμάνη ανέθεσε την υπόθεση στην Τσατάνη, που τότε ήταν η αρχαιότερη εισαγγελέας Εφετών, και εκείνη στη συνέχεια ζήτησε να συσχετιστούν άμεσα οι δικογραφίες για το ελληνικό και το κυπριακό σκέλος. Οι εισαγγελείς Εγκλημάτων Διαφθοράς μόλις είχαν πάρει τις εξηγήσεις των προσώπων που εμπλέκονταν και δεν είχαν προλάβει ούτε καν να διαβάσουν τα υπομνήματά τους, όχι να ασκήσουν διώξεις, όταν η Τσατάνη πήρε τη δικογραφία από αυτούς.
Η Τσατάνη παρουσιαζόταν στους αναγνώστες του «Hot Doc» ως σύζυγος «πρώην “γαλάζιου” νομάρχη» και μητέρα «της υποψήφιας με τη ΝΔ στο Ηράκλειο Ελένης Γρηγοράκη». Άρα, υπονοούσε το δημοσίευμα, δεν ήταν αμερόληπτη. Εξαιτίας αυτού έγινε η συνάντηση με τον Παπαγγελόπουλο.
Δύο ημέρες μετά το δημοσίευμα στο «Hot Doc», ο Παπαγγελόπουλος δήλωσε στη Βουλή ότι «η σημερινή κυβέρνηση δεν θα δεχθεί δικαστικά πραξικοπήματα!». Οι δημοσιογράφοι απόρησαν σε τι αναφερόταν και εκείνος απάντησε: «Την επόμενη φορά στη Βουλή θα κατονομάσω δημόσια τους πραξικοπηματίες και ο νοών νοείτω!».
Όχι μόνο δεν αποκάλυψε τους πραξικοπηματίες ο Παπαγγελόπουλος, αλλά οκτώ μήνες νωρίτερα, τον Ιανουάριο του 2016, απαντώντας σε ερώτηση 11 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, κάλυψε πλήρως την κυρία Τσατάνη, πιθανώς επειδή θεώρησε ότι την είχε θέσει υπό τον έλεγχό του. «Εν κατακλείδι», κατέληγε στην απάντησή του, «διευκρινίζεται ότι σε κάθε περίπτωση το υπουργείο Δικαιοσύνης παρακολουθεί με μεγάλη προσοχή τη δικαστική εξέλιξη όχι μόνο της συγκεκριμένης αλλά και κάθε σοβαρής για το δημόσιο συμφέρον υπόθεσης και πραγματοποιεί τις αναγκαίες ενέργειες στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων του». Μόνο που το υπουργείο Δικαιοσύνης δεν είχε καμιά δουλειά να παρακολουθεί καμία δικαστική υπόθεση, γιατί εκφεύγει των αρμοδιοτήτων του και κυρίως επειδή απαγορεύεται από το Σύνταγμα.
Τον Απρίλιο του 2016, ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης έλεγε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας στη Βουλή ότι ο πειθαρχικός έλεγχος κατά της Τσατάνη δεν έγινε επειδή αρχειοθέτησε την υπόθεση Βγενόπουλου, αλλά επειδή έστειλε επιστολή ο γενικός εισαγγελέας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Όταν ρωτήθηκε πώς γνώριζε ότι άσκησε πειθαρχική δίωξη η κυρία Θάνου, αφού ως μέλος της κυβέρνησης απαγορευόταν να έχει τέτοια γνώση, απάντησε: «Το έγραψαν οι εφημερίδες».
Ο Παπαγγελόπουλος εισέβαλλε στις συσκέψεις
Κατόπιν, στην προσπάθειά του να εξηγήσει το «σκοτεινό παρασκήνιο», όπως το χαρακτήρισε, γύρω από τη δικογραφία Βγενόπουλου, επέμεινε ότι τα διάβασε όλα στις εφημερίδες. «Σε ποιες;», τον ρώτησε ο Ευάγγελος Βενιζέλος. «Στο “Hot Doc” και στη “Δημοκρατία”», απάντησε. Η εφημερίδα «Documento» δεν υπήρχε τότε. Εκδόθηκε τον Νοέμβριο του 2016 από τον Καλογρίτσα και όταν πέρασε αποκλειστικά στα χέρια του Κώστα Βαξεβάνη έγινε μοχλός επικοινωνιακής επίθεσης κατά των δέκα πολιτικών προσώπων που το όνομά τους σχετίστηκε με την υπόθεση Novartis. Να θυμίσουμε, επίσης, ότι έπειτα από πρωτοσέλιδο του «Documento» εξωθήθηκε σε παραίτηση η εισαγγελέας Εγκλημάτων Διαφθοράς, Ελένη Ράικου, ώστε να μεθοδευτεί η αντικατάστασή της από την Ελένη Τουλουπάκη. Η «Δημοκρατία», η οποία απηχούσε περισσότερο τις απόψεις Παυλόπουλου – Παπαγγελόπουλου, έπαιξε τον δικό της ρόλο, εκείνη την περίοδο.
Τον Φεβρουάριο του 2020, στην Προκαταρκτική Επιτροπή για το σκάνδαλο Novartis, η Τσατάνη έκανε και άλλες αποκαλύψεις για τον Παπαγγελόπουλο. Είπε ότι ο αναπληρωτής υπουργός Δικαιοσύνης εισέβαλλε σε συντονιστικές συναντήσεις των λειτουργών της Δικαιοσύνης και απαιτούσε να λάβει μέρος στις συσκέψεις.
Ειδικότερα, αναφερόμενη στην υπόθεση Βγενόπουλου, περιέγραψε τα εξής: «Ήμασταν σε συντονιστική συνάντηση εισαγγελέων για την εξέλιξη της προκαταρκτικής έρευνας, όταν μπήκε μέσα ο Παπαγγελόπουλος και είπε ότι θα παρακολουθήσει τη σύσκεψη γιατί είχε ενδιαφέρον για την υπόθεση. Του ζήτησα να βγει γιατί δεν είχε δικαίωμα να παρευρίσκεται και μετά από πίεσή μου αποχώρησε». Μετά από αυτό, όπως είπε η Τσατάνη, ξεκίνησαν οι απειλές από τον Κώστα Βαξεβάνη και οι πειθαρχικοί έλεγχοι.
Βομβιστική επίθεση στο σπίτι της Τσατάνη
«Όλες οι παρεμβάσεις τρίτων και του Παπαγγελόπουλου αποσκοπούσαν στο να ασκηθούν διώξεις σε βάρος του Βγενόπουλου, επειδή είχε εμμονή», δήλωσε η κυρία Τσατάνη, η οποία τον Οκτώβριο του 2016 έγινε στόχος βομβιστικής επίθεσης από τους «Πυρήνες της Φωτιάς». «Ό,τι είπε ο Παπαγγελόπουλος για το τι είμαι αναγράφεται επακριβώς στην προκήρυξη των Πυρήνων της Φωτιάς εναντίον μου», πρόσθεσε.
Τόσο ο Παπαγγελόπουλος όσο και η Θάνου αντέδρασαν έντονα στις κατηγορίες που τους απηύθυνε η Τσατάνη. Και οι δύο τής έθεσαν το ερώτημα πώς συμπτωματικά την ίδια ημέρα που κάλεσε σε εξηγήσεις τον Βγενόπουλο, αρχειοθέτησε την υπόθεσή του. Μάλιστα η Θάνου, τον Απρίλιο του 2016, αφού είχε αυτοεξαιρεθεί από τον πειθαρχικό έλεγχο της Τσατάνη, εξέδωσε μια πρωτοφανή για πρόεδρο Ανωτάτου Δικαστηρίου τρισέλιδη ανακοίνωση, στην οποία αναφερόταν σε πρόσωπα τα οποία «παραπλανούν τους Έλληνες πολίτες, προσπαθώντας να κλονίσουν την εμπιστοσύνη τους» προς τον θεσμό και προς το πρόσωπό της. «Προφανώς ενοχλούνται, διότι, με την ενσυνείδητη άσκηση των καθηκόντων μου, εμποδίζω μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα», υπογράμμιζε. Πώς παρεμπόδιζε τα μεγάλα διαπλεκόμενα συμφέροντα η πρόεδρος του Αρείου Πάγου και ποια ήταν αυτά; Κανείς δεν ζήτησε τότε διευκρινίσεις.
Το παιχνίδι με τους Κύπριους
Ας επιστρέψουμε, όμως, στη συνέντευξη Τύπου της 11ης Μαΐου του 2016. Τότε ο Βγενόπουλος είχε πει ότι «η κυρία Θάνου προχώρησε στη δικαστική έρευνα κατά της κυρίας Τσατάνη, κατόπιν επιστολής του υπουργού Δικαιοσύνης της Κύπρου, που όμως αυτή την επιστολή, περιέργως, δεν την απέστειλε στον ομόλογό του, τον κ. Παρασκευόπουλο, αλλά στον αναπληρωτή, τον κ. Παπαγγελόπουλο. Και επίσης κάποια επιστολή του γενικού εισαγγελέα της Κύπρου, περιέργως με ταυτόσημο περιεχόμενο, ο οποίος επίσης δεν την έστειλε στην ομόλογό του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, αλλά στην κυρία Θάνου».
«Εμείς στείλαμε επισήμως γράμμα στην κυρία Θάνου για να μάθουμε το περιεχόμενο της επιστολής, διότι έχουμε έννομο συμφέρον να τη γνωρίζουμε. Δεν πήραμε απάντηση, αλλά μετά σκεφτήκαμε και είπαμε “γιατί την ψάχνουμε;”. Πατήσαμε το κουμπί του “Hot Doc” και τη βρήκαμε εκεί», πρόσθεσε ο Βγενόπουλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου