Κόλλια Ελευθερία
Αντιφάσεις, ελλείψεις, καθώς και λογικά σφάλματα εντοπίζει στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπονται στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων 14 άτομα για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου, ο αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου κ. Γεώργιος Μποροδήμος, ο οποίος μέσα στην εβδομάδα άσκησε αναίρεση του βουλεύματος μετά την προσφυγή των δυο μοναχών και του δικηγορικού γραφείου του Δ. Πελέκη στον Άρειο Πάγο. Με την κίνηση αυτή ο ανώτατος δικαστικός...
αιφνιδιάζει, τονίζοντας το έλλειμμα «νομικής βάσης» σε μία υπόθεση με πολιτικά χαρακτηριστικά, παραπέμποντάς τη στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Για τους μοναχούς
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον αρχιμανδρίτη Εφραίμ και τον μοναχό Αρσένιο, οι οποίοι κατηγορούνται εν πολλοίς για ηθική αυτουργία (και ξέπλυμα μέσω των «ιερών» ανταλλαγών), ο αντεισαγγελέας επιτίθεται στο σκεπτικό βάσει του οποίου στοιχειοθετείται η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Επικρίνοντας ακόμη και σχετικές φράσεις, π.χ. «με εξακολουθητικές παραινέσεις, προτροπές, και συστηματικές παρεμβάσεις [...] που έγιναν με ιδιαίτερη πειθώ», εκτιμά ότι η αιτιολογία ούτε ειδική ούτε εμπεριστατωμένη είναι. Διακρίνεται δε από αοριστίες και γενικολογίες, χωρίς να παρατίθεται κανένα συγκεκριμένο περιστατικό.
«Δεν αιτιολογείται ειδικά το ποινικά επιλήψιμο των πράξεών τους, καθ' όν χρόνο η υπόθεση είχε δρομολογηθεί να τακτοποιηθεί σε κυβερνητικό επίπεδο, διότι αποτελούσε κυβερνητική επιλογή» επισημαίνεται σε άλλο σημείο της έκθεσης αναίρεσης.
Για την Αικατερίνη Πελέκη
Σημαντικές είναι και οι επισημάνσεις που αφορούν τη συμβολαιογράφο Αικατερίνη Πελέκη, σύζυγο του πρώην υπουργού κ. Γιώργου Βουλγαράκη. Κατά τον αντεισαγγελέα, δεν αιτιολογείται πώς η Πελέκη γνώριζε ότι οι μοναχοί έλεγαν ψέματα για την κυριότητα της μονής επί της λίμνης, και παρά ταύτα αυτή δέχθηκε να συντάξει τα σχετικά συμβόλαια ανταλλαγής με ακίνητα του Δημοσίου.
Καταρρίπτεται, παράλληλα, μία εκ των βασικών παραδοχών του βουλεύματος: ότι η κυρία Πελέκη βεβαίωσε με πρόθεση τα ψευδή περιστατικά που δηλώθηκαν από τους εκπροσώπους της Μονής Βατοπαιδίου. Ο συλλογισμός είναι απλός: «Ο συμβολαιογράφος συντάσσει και με την ιδιότητα ως δημόσιου λειτουργού προσδίδει κύρος στα έγγραφα αυτά [...], χωρίς να βεβαιώνει, υπό την έννοια την αλήθεια ή την αναλήθειά τους. Την ευθύνη για την ακρίβεια και τη συμβατότητα των δηλώσεων με την πραγματικότητα την έχουν οι δηλούντες. Βεβαίωση, με την έννοια της επιβεβαίωσης, δεν μπορεί αντικειμενικά, αλλά και δεν υποχρεούται από τον νόμο να παράσχει».
«Υπέρβαση εξουσίας»
Δεδομένου ότι στους κατηγορούμενους συγκαταλέγονται μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), στην έκθεση τονίζεται -στον αντίποδα- το ακαταδίωκτο των συγκεκριμένων προσώπων, βάσει σχετικού νόμου του 2013. «Οι αποδιδόμενες σε αυτούς κατηγορίες δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη» υπογραμμίζεται, για να αποδοθεί «εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστική ποινικής διάταξης και (αρνητικής) υπέρβασης εξουσίας» στο Συμβούλιο Εφετών.
«Δεν αιτιολογείται για ποιον λόγο ευθύνονται ποινικά τα μέλη του ΝΣΚ, οι οποίοι διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τη γνώμη τους επί θέματος που απασχολεί τη Δικαιοσύνη και την εκτελεστική εξουσία από το έτος 1930, δεδομένου μάλιστα ότι δεν αποδίδεται σε αυτούς ιδιοτελές κίνητρο για την πράξη τους» προστίθεται χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Αντιφάσεις, ελλείψεις, καθώς και λογικά σφάλματα εντοπίζει στο βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών Αθηνών, με το οποίο παραπέμπονται στο εδώλιο του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων 14 άτομα για το σκάνδαλο του Βατοπαιδίου, ο αντεισαγγελέας Αρείου Πάγου κ. Γεώργιος Μποροδήμος, ο οποίος μέσα στην εβδομάδα άσκησε αναίρεση του βουλεύματος μετά την προσφυγή των δυο μοναχών και του δικηγορικού γραφείου του Δ. Πελέκη στον Άρειο Πάγο. Με την κίνηση αυτή ο ανώτατος δικαστικός...
αιφνιδιάζει, τονίζοντας το έλλειμμα «νομικής βάσης» σε μία υπόθεση με πολιτικά χαρακτηριστικά, παραπέμποντάς τη στο Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου.
Για τους μοναχούς
Ειδικά σε ό,τι αφορά τον αρχιμανδρίτη Εφραίμ και τον μοναχό Αρσένιο, οι οποίοι κατηγορούνται εν πολλοίς για ηθική αυτουργία (και ξέπλυμα μέσω των «ιερών» ανταλλαγών), ο αντεισαγγελέας επιτίθεται στο σκεπτικό βάσει του οποίου στοιχειοθετείται η κατηγορία της ηθικής αυτουργίας. Επικρίνοντας ακόμη και σχετικές φράσεις, π.χ. «με εξακολουθητικές παραινέσεις, προτροπές, και συστηματικές παρεμβάσεις [...] που έγιναν με ιδιαίτερη πειθώ», εκτιμά ότι η αιτιολογία ούτε ειδική ούτε εμπεριστατωμένη είναι. Διακρίνεται δε από αοριστίες και γενικολογίες, χωρίς να παρατίθεται κανένα συγκεκριμένο περιστατικό.
«Δεν αιτιολογείται ειδικά το ποινικά επιλήψιμο των πράξεών τους, καθ' όν χρόνο η υπόθεση είχε δρομολογηθεί να τακτοποιηθεί σε κυβερνητικό επίπεδο, διότι αποτελούσε κυβερνητική επιλογή» επισημαίνεται σε άλλο σημείο της έκθεσης αναίρεσης.
Για την Αικατερίνη Πελέκη
Σημαντικές είναι και οι επισημάνσεις που αφορούν τη συμβολαιογράφο Αικατερίνη Πελέκη, σύζυγο του πρώην υπουργού κ. Γιώργου Βουλγαράκη. Κατά τον αντεισαγγελέα, δεν αιτιολογείται πώς η Πελέκη γνώριζε ότι οι μοναχοί έλεγαν ψέματα για την κυριότητα της μονής επί της λίμνης, και παρά ταύτα αυτή δέχθηκε να συντάξει τα σχετικά συμβόλαια ανταλλαγής με ακίνητα του Δημοσίου.
Καταρρίπτεται, παράλληλα, μία εκ των βασικών παραδοχών του βουλεύματος: ότι η κυρία Πελέκη βεβαίωσε με πρόθεση τα ψευδή περιστατικά που δηλώθηκαν από τους εκπροσώπους της Μονής Βατοπαιδίου. Ο συλλογισμός είναι απλός: «Ο συμβολαιογράφος συντάσσει και με την ιδιότητα ως δημόσιου λειτουργού προσδίδει κύρος στα έγγραφα αυτά [...], χωρίς να βεβαιώνει, υπό την έννοια την αλήθεια ή την αναλήθειά τους. Την ευθύνη για την ακρίβεια και τη συμβατότητα των δηλώσεων με την πραγματικότητα την έχουν οι δηλούντες. Βεβαίωση, με την έννοια της επιβεβαίωσης, δεν μπορεί αντικειμενικά, αλλά και δεν υποχρεούται από τον νόμο να παράσχει».
«Υπέρβαση εξουσίας»
Δεδομένου ότι στους κατηγορούμενους συγκαταλέγονται μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ), στην έκθεση τονίζεται -στον αντίποδα- το ακαταδίωκτο των συγκεκριμένων προσώπων, βάσει σχετικού νόμου του 2013. «Οι αποδιδόμενες σε αυτούς κατηγορίες δεν συνιστούν αξιόποινη πράξη» υπογραμμίζεται, για να αποδοθεί «εσφαλμένη εφαρμογή ουσιαστική ποινικής διάταξης και (αρνητικής) υπέρβασης εξουσίας» στο Συμβούλιο Εφετών.
«Δεν αιτιολογείται για ποιον λόγο ευθύνονται ποινικά τα μέλη του ΝΣΚ, οι οποίοι διατύπωσαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους τη γνώμη τους επί θέματος που απασχολεί τη Δικαιοσύνη και την εκτελεστική εξουσία από το έτος 1930, δεδομένου μάλιστα ότι δεν αποδίδεται σε αυτούς ιδιοτελές κίνητρο για την πράξη τους» προστίθεται χαρακτηριστικά.
ΤΟ ΒΗΜΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου