Σήμερα, η λέξη “άσυλο” χρησιμοποιείται, κυρίως, για να δηλώσει το πανεπιστημιακό άσυλο, όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και το διπλωματικό, το οικογενειακό αλλά και το πολιτικό άσυλο. Η λέξη παράγεται από το στερητικό -α- και το ρήμα “συλάω, -ω” και δήλωνε, αρχικά, τον απαραβίαστο χώρο, που δεν επιτρέπεται να βεβηλωθεί και ως εκ τούτου προσδιόριζε τον ασφαλή χώρο. Το ρήμα συλώ όριζε τη “λαφυραγώγηση νεκρού και ίσως να προέρχεται από τα ουσιαστικά “σύλα” ή “σύλαι” τα οποία δήλωναν “ την κατάληψη του πλοίου και την κατάσχεση του εμπορεύματος”.
Η λέξη χρησιμοποιείται από τον 5ο αιώνα π.Χ. (Ευριπίδης, Μηδ. 727-728). Το πνεύμα του άσυλου συναντάται και το 467 π.Χ, έτος που διδάχτηκαν «Ικέτιδες» του Αισχύλου. Η λέξη, αρχικά, προσδιόριζε ναούς ή ιερούς τόπους (απ΄ εδώ και η λ. “ιερόσυλος”) και κανένας δεν μπορούσε να πειράξει όποιον ζητούσε προστασία. Παράγωγες λέξεις: συλητής (: άρπαγας, ληστής), σύληση. Η λέξη πέρασε στα λατινικά ως asylum και απ' εκεί σε όλες τις γλώσσες της Εσπερίας: Ιταλικά: asilo, Γαλλικά: asile, Γερμανικά: asyl, Αγγλικά: asylum.
Το πανεπιστημιακό άσυλο καθιερώθηκε το 1088 στο πανεπιστήμιο της Μπολόνια (Ιταλία) με το Authentica Habita (ή Constitutio Habita) και σκοπός του ήταν να προστατευτούν οι διανοούμενοι από την αυθαιρεσία της παπικής εκκλησίας. Στα νεότερα χρόνια χώροι προστασίας ανθρώπων με ιδιαίτερα ψυχικά ή κοινωνικά προβλήματα ονομάστηκαν “άσυλα” (άσυλο ανιάτων, αστέγων, κ.α). Σύγχρονη είναι και η παρεξηγημένη νομική επινόηση “βουλευτική ασυλία”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου