Από τη Δευτέρα 16 Ιουλίου ξεκινούν και επίσημα οι θερινές εκπτώσεις στα καταστήματα οι οποίες θα διαρκέσουν μέχρι το τέλος του Αυγούστου...
Στο διάστημα που μεσολαβεί μέχρι την έναρξη των εκπτώσεων, οι επιχειρήσεις μπορούν να ενεργούν 10ήμερα προσφορών, που στο μυαλό του καταναλωτή λειτουργούν εισαγωγικά ως «προπομπός» της κύριας περιόδου των θερινών τακτικών εκπτώσεων.
Με αφορμή την επικείμενη πρεμιέρα των εκπτώσεων, οι έμποροι αποστέλλουν οδηγίες προς τις επιχειρήσεις θα πρέπει να επιδείξουν ιδιαίτερη προσοχή στα εξής:
- Η αναγραφή διπλής τιμής, δηλαδή της παλαιάς (συνήθως διαγραμμένης) και της νέας τιμής των προϊόντων που πωλούνται με έκπτωση είναι υποχρεωτική στα εμφανή σημεία του καταστήματος και οπωσδήποτε στα σημεία όπου αυτά (τα προϊόντα) εκτίθενται.
- Η αναγραφή ποσοστού έκπτωσης δεν είναι υποχρεωτική και ανήκει στην διακριτική ευχέρεια της επιχείρησης εάν θα αναγράψει ποσοστό ή όχι. Σε περίπτωση που η επιχείρηση αναγράψει ποσοστό πρέπει να προσδιορίζεται ότι πρόκειται για έκπτωση (π.χ. «50% έκπτωση»).
- Η διενέργεια εκπτώσεων είναι στην διακριτική ευχέρεια της κάθε επιχείρησης.
- Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δοθεί στην ακρίβεια των εκπτωτικών αναγγελιών προς τον πελάτη. Η κάθε παροχή πρέπει να ταυτίζεται και να ανταποκρίνεται προς την αναγγελία, οικονομικά, ποσοτικά και ποιοτικά.
- Κατά τη διενέργεια των τακτικών εκπτώσεων, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή από τους συναδέλφους, γιατί οι κυρώσεις είναι βαρύτατες και δεν επιτρέπεται να επιβάλλονται λόγω λάθους.
Όσοι παραβαίνουν τις διατάξεις του νόμου διώκονται ποινικά και τιμωρούνται με φυλάκιση, ενώ, επιπλέον, τους επιβάλλεται πρόστιμο μέχρι ποσού ίσου με το 0,5% του ετησίου κύκλου εργασιών που πραγματοποιούν, το οποίο, σε περίπτωση υποτροπής, μπορεί να αυξάνεται μέχρι το 3% του ετησίου κύκλου εργασιών της συγκεκριμένης επιχείρησης.
Αν οι εκπτώσεις είναι ανακριβείς ή παραπλανητικές ως προς το ποσοστό τους ή ως προς την ποσότητα των προσφερόμενων με έκπτωση προϊόντων ή ενέχουν οποιασδήποτε μορφής απόκρυψη ή παραπλάνηση, επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο χιλίων (1.000) μέχρι εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, ανάλογα με τη βαρύτητα και τη συχνότητα της παράβασης.