Φύσηξε ξαφνικὸς ἀγέρας. Τρίξαν τὰ βαριὰ παντζούρια.
Σηκώθηκαν τὰ φύλλα ἀπ᾽τὸ χῶμα. Φύγανε, φύγανε.
Ἒμειναν μόνο οἱ πέτρες. Πρέπει μ᾽ αὐτὲς νὰ βολευτοῦμε τώρα·
μ᾽ αὐτές, μ᾽ αὐτές, – ξαναλέει. Ὃταν ἡ νύχτα κατεβαίνει
ἀπ᾽ τὸ μεγάλο μελανὶ βουνὸ καὶ ρίχνει τὰ κλειδιὰ μας στὸπηγάδι, –
πέτρες μου, πέτρες μου, – λέει – νὰ πελεκήσω ἓνα-ἓνα...........
Σηκώθηκαν τὰ φύλλα ἀπ᾽τὸ χῶμα. Φύγανε, φύγανε.
Ἒμειναν μόνο οἱ πέτρες. Πρέπει μ᾽ αὐτὲς νὰ βολευτοῦμε τώρα·
μ᾽ αὐτές, μ᾽ αὐτές, – ξαναλέει. Ὃταν ἡ νύχτα κατεβαίνει
ἀπ᾽ τὸ μεγάλο μελανὶ βουνὸ καὶ ρίχνει τὰ κλειδιὰ μας στὸπηγάδι, –
πέτρες μου, πέτρες μου, – λέει – νὰ πελεκήσω ἓνα-ἓνα...........