Πριν από λίγους μήνες (Νοε. 2022) κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Κυψέλη το μικρό σε μέγεθος αλλά σημαντικό πόνημα του συναδέλφου Κ. Κατσάπη Εν πλώ. Η καταστροφή της Σμύρνης μέσα από το ημερολόγιο ενός δόκιμου σημαιοφόρου, με κύριο θέμα του την καταστροφή της Σμύρνης, όπως αυτή αναπαριστάνεται μέσα από τις σελίδες του ημερολογίου ενός δόκιμου σημαιοφόρου του καταδρομικού ΕΛΛΗ, του (ιστορικού για τον Ελληνισμό) πλοίου, θύματος της άνανδρης εναντίον του ιταλικής επίθεσης στην Τήνο, το 1940.
Το ημερολόγιο συνέταξε κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής υπηρεσίας του ο Αθανάσιος Παπαβασιλείου (1900-1989), 22 ετών το 1922, ο οποίος ανέλαβε ως κύρια αποστολή του τις «άγριες εκείνες ημέρες» (ως μέλος του πληρώματος του ΕΛΛΗ) τις περιπολίες μεταξύ Αττάλειας και Μερσίνης. Φυσικά, το ημερολόγιο αυτό εντάσσεται στη σειρά των δεκάδων αντίστοιχων που έχουν συγγράψει έλληνες στρατιώτες στη Μ. Ασία (Κ. Κατσάπης, Εν πλώ, σ. 16).
Όμως ο συντάκτης του ημερολογίου δεν περιορίσθηκε στα της καταστροφής της Σμύρνης. Στις «γεμάτες αίμα» σελίδες του, ειδικά αυτές που περιγράφουν τα γεγονότα τα μετά την 31ηΙουλίου 1922, βρήκαν θέση και τα μαρτυρικά Βουρλά. Το γεγονός αυτό ήταν ο πρώτος λόγος που με παρακίνησε να συνθέσω το σύντομο παρόν άρθρο, με δεδομένη και γνωστή τη σχέση μας ως Ναξιωτών με τον συγκεκριμένο τόπο των αλησμόνητων πατρίδων μας, και δη των Φιλωτιτών…
Ο άλλος παρωθητικός λόγος ήταν η καταγωγή του δόκιμου σημαιοφόρου Παπαβασιλείου και η σχέση του με τη Νάξο. Γεννήθηκε στην Πάρο και ήταν γιος του Δημητρίου Παπαβασιλείου, αδελφού του «δικού μας» Σωκράτη Αθ. Παπαβασιλείου, του γνωστού γερουσιαστή, μεταλλειολόγου, εξαίρετου πολιτικού ανδρός, ευεργέτη της Νάξου και συζύγου της Έλλης Σοφικίτου. [Ο ενδιαφερόμενος για περισσότερα βιογραφικά στοιχεία του συγγραφέα του ημερολογίου μπορεί να ανατρέξει στην εργασία του οτρηρού και αειθαλούς ιστορικού της Πάρου κ. Νίκου Αλιπράντη, στο τελευταίο τεύχος (168, Ιαν.-Μάρτιος 2023) των Παριανών, σελ. 41 κ.ε.].
Σταχυολογώ από τα δραματικά περιγραφόμενα:
«Αυτά που θα προσπαθήσω να διηγηθώ σήμερα [2 Σεπτ. 1922, Παρασκευή] είναι τόσο αποτρόπαια, τόσο τραγικά, τόσο άγρια, τόσο φρικιαστικά, ώστε όχι μόνον είναι απολύτως αδύνατον να παρασταθούν (…), αλλά και από εκείνους ακόμα, οι οποίοι με τα ίδια των τα μάτια τα είδαν, με τα ίδια των τ’ αυτιά τα άκουσαν, και από εκείνους είναι τόσο δύσκολο να πιστευθούν…» (σ. 71). Μοιάζουν δηλαδή σαν ένα θανάσιμο εφιάλτη, σαν ένα φοβερό όνειρο…: «Με αίμακαι όχι με μελάνι θα έπρεπε τα όσα είδα σήμερα να γράψω, γιατί και γεμάτα από αίμα είναι σε όλας τας λεπτομερείας των…» (ό.π.).
Η πληροφορία για την καταστροφή των Βουρλών έφθασε στο πλοίο το προηγούμενο βράδυ: Πρόσφυγες από την παραδομένη στη φωτιά πόλη είχαν καταφύγει στο απέναντι ευρισκόμενο Εγγλεζονήσι (αρχαία Δρυμούσα),[1] σε κάποιον από τους τρεις οικισμούς του, δεν αναφέρει ποιον.
Η εντολή προς τον κυβερνήτη του ΕΛΛΗ (που περιπολούσε στην περιοχή) ήταν να μεταβούν στο νησάκι και να προσφέρουν κάθε δυνατή βοήθεια στους δυστυχείς ξεριζωμένους. Παρά τις δυσκολίες, το πρωί κατάφεραν να προσορμισθούν στο Εγγλεζονήσι. Το πλοίο, μολονότι έπλεε κοντά στην ξηρά με σβησμένα τα φώτα, έγινε αντιληπτό από τους εχθρούς και εβλήθη με πυροβόλα, επειδή φωτιζόταν «από τις τεράστιες φωτιές της καιομένης Σμύρνης, η οποία και χθες όλην την νύκτα εξακολουθούσε να φωτίζῃ το στερέωμα σαν πελωρία νεκρική λαμπάς, και των επίσης παραδεδομένων στις άγριες φλόγες Βουρλών» (ό.π.). «Δυνατή» πένα ο Παπαβασιλείου, και μόνον από αυτήν την σκηνή…
Από το σημείο αυτό αρχίζει η περιγραφή όσων είδε και άκουσε ο Παπαβασιλείου για την καταστροφή των Βουρλών. «Δύο χιλιάδες γυναικόπαιδα ήταν ριγμένα στις βάρκες και στην παραλία, ρακένδυτα, μισοπληγωμένα, προ τριών ημερών νηστικά» (σ. 72).
Εμμένει ιδιαίτερα στην περιγραφή της πείνας τους, νιώθει τελικά υπερήφανος που αυτός και οι συμπολεμιστές του «…δώσαμε στην μητέρα ψωμί για να ταΐσῃ το μισοπεθαμένο παιδάκι της, εδώσαμε στον γέρο νερό για να σβύσῃ την πυρκαϊά που έκαιγε τα σωθικά του!…» (ό.π.).
Αλλά και στην περιγραφή των συναισθημάτων των δυστυχών ανθρώπων, από τους οποίους άλλος έκλαιγε τη μητέρα του κατακρεουργημένη εμπρός στα μάτια του, άλλος το καμμένο ζωντανό παιδί του, άλλη τον σκοτωμένο άνδρα και τα παιδιά της, άλλος την ατιμασμένη κόρη του, άλλοι για τις τραγικές τελευταίες στιγμές της γειτονικής Σμύρνης. Να μερικές από την καιόμενη «βασίλισσα της Ανατολής»: «Μητέρες έπεφταν με τα παιδιά τους στη θάλασσα για να γλιτώσουν, και επνίγοντο σφιχταγκαλιασμένες μ’αυτά! Άνδρες εσκότωναν τις γυναίκες τους για να μην τις ατιμάσῃ σε λίγο ο κατακτητής…» και απελπισμένοι έδιδαν αμέσως μετά οι ίδιοι τέλος στη ζωή τους (σ. 75).
«Είναι τόσο πολλά (…) όσα μάς διεκτραγωδούσαν, ώστε θα έπρεπε να εξαντλήσω πολλήν ακόμη ώρα και τόμους ολόκληρους από χαρτί για να τα περιλάβω όλα» (σ. 76). Αρκούμαι κι εγώ σ’ αυτήν την (ενδεικτική) δική μου αναπαράσταση των γραφομένων του Παπαβασιλείου, τα οποία έχουν αποτυπωθεί με μια θαυμαστή όντως εκφραστική δεινότητα.
Στη συνέχεια, την επομένη, Σάββατο πρωί της 3ης Σεπτεμβρίου, επειδή το πλήθος των προσφύγων Βουρλιωτών ήταν αδύνατον να χωρέσει στα επιταχθέντα καΐκια και στα διατεθέντα αντιτορπιλλικά, και παρέμεναν ακόμη πολλοί στην παραλία «με το βλέμμα της αγωνίας του θανάτου (…), [το] προερχόμενο από τον φόβο μήπως τους εγκαταλείψουμε έξω και παραμείνουν απροστάτευτοι στα αιμοβόρα νύχια των Τσετών, αναγκασθήκαμε να τους πάρουμε στο καράβι μας μέσα…» (σ. 77). Τους υπολογίζει στα 800 άτομα. Όμως επειδή το ΕΛΛΗ έλαβε διαταγή να σπεύσει στον Τσεσμέ, όπου κατά πληροφορίες οι Τούρκοι μετέφεραν πυροβολικό για να χτυπήσουν τη Χίο (στην οποία είχε μετακομισθεί ο ελληνικός στρατός), φοβούμενοι πως δεν θα μπορούσαν να αντιμετωπίσουν ενδεχόμενη μάχη με τόσες άμαχες ψυχές επάνω στο κατάστρωμα, «αναγκασθήκαμε εσπευμένως να μεταφέρουμε και πάλι τους πρόσφυγας μεόλας των τας αποσκευάς σε δύο αντιτορπιλλικά, τα οποία έπεσαν δίπλα μας γι’ αυτόν τον σκοπό» (σ. 78). Και διασώθηκαν κι αυτοί τελικά…
Κάποιοι ίσως να ήταν Ναξιώτες; Να συνυπήρξαν με τον Παπαβασιλείου; Να δέχθηκαν τις αβραμιαίες προσφορές σε είδη πρώτης ανάγκης και σε περιποιήσεις των ανδρών του πλοίου του;
Ο τελευταίος λόγος για τον οποίο ασχολήθηκα με το ημερολόγιο του Παπαβασιλείου ήταν να θυμίσω στους συναδέλφους δασκάλους και φιλολόγους (αλλά και σε κάθε σκεπτόμενο συμπατριώτη, αναγνώστη του NaxosPress) ότι κείμενα όπως τα ημερολόγια ή οι επιστολές απλών στρατιωτών και αξιωματικών από τα πεδία της μάχης, οι αυτοβιογραφίες, κ.ά. αποτελούν πολύτιμες πηγές για τη Λαογραφία, αφού την επιστήμη που διακονώ την ενδιαφέρει, πρωτίστως, ΚΑΙ το τι πρεσβεύει ο απλός λαός για τα ιστορικά πράγματα. Όσοι συνάδελφοί μου έχουν στα σεντούκια τους υλικό όπως το παραπάνω, ας μην το αφήσουν αναξιοποίητο…
Ας ιδούν το θέμα και ως έκφραση τιμής προς τους απόντες οικείους τους…
Επιθυμώ να υπενθυμίσω επίσης την εποικοδομητική συμβολή που μπορούν να έχουν οι συνάδελφοί μου εκπαιδευτικοί στην καταγραφή και τη μελέτη της Προφορικής Ιστορίας ιστορικών (κυρίως) γεγονότων, αλλά και άλλων στοιχείων της καθημερινότητας του ναξιώτη λαϊκού ανθρώπου. Η Προφορική Ιστορία, η «από τα κάτω» Ιστορία,[2] δηλαδή η από τον λαό δημιουργούμενη, συγκροτείται από τις προσωπικές μαρτυρίες των ανθρώπων που ΒΙΩΣΑΝ ΟΙ ΙΔΙΟΙ ένα ιστορικό γεγονός (την Κατοχή, την απελευθέρωση της Νάξου, το μεταπολεμικό πολιτικό κλίμα, τη Χούντα, ένα τραγικό κοινωνικό γεγονός από την καθημερινότητα του χωριού τους). Τονίζω ότι μαρτυρίες Προφορικής Ιστορίας συνιστούν και οι αφηγήσεις που περιγράφουν το πώς βίωσαν οι απλοί άνθρωποι ο,τιδήποτε αφορά και επηρεάζει την καθημερινή τους ζωή. Αλλά οι μεγάλης ηλικίας άνθρωποι σιγά-σιγά λιγοστεύουν…
Η Προφορική Ιστορία δέχθηκε, όπως αντιλαμβάνεσθε, κριτική, κατηγορήθηκε για υποκειμενισμό. Σας διαβεβαιώνω πάντως ότι η στροφή των ανθρωπιστικών επιστημών κατά τις τελευταίες δεκαετίες προς τη μελέτη του Εαυτού, στη μελέτη της υποκειμενικότητας, η μετάβαση από τη μελέτη του συλλογικού προς αυτήν του ατομικού (από το γενικό στο ατομικό), κάνουν την μελέτη των πραγμάτων πολύ ενδιαφέρουσα (βλ. και Κ. Κατσάπης, Εν πλώ…, σ. 14). Πολύ παλαιότερα, επίσης, θυμίζω, με αφορμή την αναφορά μου στην υποκειμενικότητα των λαϊκών αφηγήσεων, ότι η «πανίσχυρη» Ιστορία, ως ένα αφήγημα όμως κι αυτή, αμφισβητήθηκε έντονα (από το 1990 κ.ε.), αποδομήθηκε ἐν μέρει, όταν νεότεροι ιστορικοί έκαναν λόγο ακόμη και για το αδύνατον της ιστορικής γνώσης. Κατά τη θεωρία τους, νόημα στο εκάστοτε μελετώμενο θέμα εισάγουμε εμείς.[3]
Να το πω πιο απλά: Πόσες Ιστορίες (όχι βιβλία, απόψεις θεωρητικές εννοώ, ελληνικές και ξένες) υπάρχουν για τον Ελληνικό Εμφύλιο;
Η Ιστορία, δηλαδή, αντιμετωπίζεται ως λογοτεχνικό τεχνούργημα, αφού η σύγχρονη επιστημολογία (αντιπαρα)θέτει στην θετικιστική αντίληψη του ιστορικού γεγονότος την «φαντασιακή ανακατασκευή» του έργου του ιστορικού∙[4] το όριο ανάμεσα στη μυθοπλασία και στο γεγονός έχει διαβρωθεί στη μεταμοντέρνα εποχή μας.
Ο Hayden White[5] από το 1974 ήδη (άρα μεταβαίνουμε ακόμη πιο πίσω χρονικά) μίλησε για την Μεταϊστορία, όταν ασχολήθηκε με τους μεγάλους ιστορικούς του 19ου αι., οι οποίοι υπήρξαν ταυτοχρόνως και μεγάλοι συγγραφείς.
Καλή Σαρακοστή
(*) Μανόλης Γ. Σέργης – Ομότιμος Καθηγητής του Δ. Π. Θράκης
[1]Βλ. την εργασία του Γ. Γιαγκάκη, Μνήμη Εγγλεζονησίων κόλπου Σμύρνης, Νέα Σμύρνη 2002.
[2]Βλ. J. Sharpe, «History from below», στο P. Burke (ed.), New perspectives in historical writing, Pennsylvania University Press, Pennsylvania 2001, 25-42.
[3]RichardEvans, «Πρόλογος: Τι είναι Ιστορία; – Σήμερα», στο DavidCannadine (ed.), Τι είναι Ιστορία σήμερα;,μτφρ. Κ. Αθανασίου, Νήσος, Αθήνα 2007, 32-33.
[4] Paul Ricoeur, Η αφηγηματική λειτουργία, μτφρ. Βαγγ. Αθανασόπουλος, Καρδαμίτσα, Αθήνα 2000, 59.
[5]Hayden White, «The historical text as literary artifact», Clio 3 (1974), 277-303.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου