slider

Naxios Το πρώτο blog των Κυκλάδων

Naxios

H Δίκη των Έξι και η αθώωσή τους 88 χρόνια μετά την εκτέλεσή τους.

Ομιλία Μιχάλη Δ. Δέτση ε.τ. Αντιπροέδρου Αρείου Πάγου. (Αθήνα, Πινακοθήκη Κουβουτσάκη, 24.01.2011) Με τη Δίκη των Έξι, έτσι έχει μείνει στη μνήμη μας και στην ιστορία η δίκη αυτή, από τον αριθμό των εκτελεσμένων, ενώ οι κατηγορούμενοι ήταν οκτώ, την καταδίκη τους σε θάνατο και την εκτέλεσή τους στο Γουδί στις 15 του Νοέμβρη 1922, γράφηκε ο επίλογος της Μικρασιατικής Τραγωδίας, προπομπός της οποίας υπήρξε η ήττα του Ελληνικού Στρατού στο Σαγγάριο, στα πορφυρωμένα με το αίμα των Ελλήνων στρατιωτών νερά του οποίου, πνίγηκε το όνειρο της Μεγάλης Ιδέας και τάφηκαν η....
ειδωλολατρεία και το ομαδικό παραλήρημα του Λαού για τον δαφνοστεφανωμένο Βασιλιά. Η Δίκη των Έξι φέρνει στη μνήμη μας και έναν άλλο συμπατριώτη μου, το Μανόλη Γλέζο, τον άνθρωπο που κανένας δεν μπορεί να ακουμπήσει παρά μόνο να τον αισθάνεται, τον αγνό αγωνιστή, επαναστάτη και πατριώτη, ο οποίος ξέφυγε από το εκτελεστικό απόσπασμα, λόγω του αντίκτυπου που θα είχε η εκτέλεσή του εξαιτίας της γνωστής ηρωικής του πράξης στην Ακρόπολη, θύμα και αυτός παρά λίγο της εκτέλεσης της απόφασης ενός άλλου Έκτακτου Στρατοδικείου, που τον είχε καταδικάσει σε θάνατο προς εξυπηρέτηση πολιτικών σκοπιμοτήτων. Η ανατομία της δίκης από οποιονδήποτε καλόπιστο και αντικειμενικό άνθρωπο, είτε αυτός είναι νομικός, είτε όχι, οδηγεί αναγκαίως στο συμπέρασμα, ότι η δίκη αυτή δεν ήταν δίκαιη, αλλά προϊόν των συνεπειών του Μικρασιατικού δράματος, άκρατου πολιτικού φανατισμού και πολιτικής μισαλλοδοξίας, πράγμα το οποίο μας επιτρέπει να ισχυριζόμαστε, ότι το Στρατοδικείο λειτούργησε, όχι ως Δικαστήριο, αλλά ως Επαναστατική Επιτροπή με δικαστικό μανδύα, για να έχει η απόφασή του την επίφαση της νομιμότητας. Άλλωστε, πώς θα μπορούσε να είναι δίκαιη, όταν ο διορισμός των Στρατοδικών έγινε με διαταγή του Υπουργού Στρατιωτικών, όταν Πρόεδρος του Στρατοδικείου έχει ορισθεί ο άλλοτε Διοικητής της Μεραρχίας Κυδωνιών, Υποστράτηγος Αλέξανδρος Οθωναίος, κορυφαίος Αμυνίτης Αξιωματικός από τους πρωταγωνιστές του Κινήματος του Γουδί το 1909 και της εκθρόνισης του Βασιλέως Γεωργίου Β΄ το 1924, όταν Πρόεδρος της Ανακριτικής Επιτροπής ήταν ο Υποστράτηγος Θεόδωρος Πάγκαλος, ο πιο σκληρός της Επανάστασης, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Ελευθέριο Βενιζέλο μετά την παραπομπή των κατηγορουμένων σε δίκη, αναφέρει «κατ’ εμήν πεποίθησιν οι κατηγορούμενοι θα καταδικασθούν και θα τυφεκισθούν» και έφθασε μέχρι του σημείου να διακόψει τους Στρατοδίκες κατά την ιερή ώρα της διάσκεψης κατά την οποία εκρίνετο η ζωή των κατηγορουμένων και να τους απειλήσει ότι θα είχαν και αυτοί την ίδια με εκείνους τύχη, αν δεν τους επέβαλαν και μάλιστα ομοφώνως, την ποινή του θανάτου, αρκεσθείς για τους Γούδα και Στρατηγό στην επιβολή της ποινής της ισόβιας κάθειρξης, όταν η δίκη διεξήχθη υπό τας ιαχάς χιλιάδων προσφύγων που φώναζαν «εις θάνατον», όταν η Ελλάδα είναι πεσμένη στα γόνατα, δεν προλαβαίνει να θάβει νεκρούς, να γιατροπορεύει τραυματισμένους και άρρωστους, να ψάχνει μια στέγη για τους άστεγους και από την άλλη, να προσπαθεί να σώσει τις σάρκες της, να μη ματώσει περισσότερο, να μην ορφανέψει κι άλλο, όταν το αίμα των Ελλήνων στρατιωτών άχνιζε στην ενδοχώρα της Ανατολίας και τα χιλιάδες κουφάρια τους σάπιζαν στις χαράδρες και στα μικρασιατικά υψίπεδα, όταν οι άνεμοι της προσφυγιάς σάρωναν τα μικρασιατικά παράλια από τον Πόντο μέχρι κάτω απέναντι στην Κύπρο, όταν το Στρατοδικείο έχει συγκροτηθεί από αδιάλλακτους και φανατικούς Αξιωματικούς οι οποίοι έχουν επιλεγεί με κριτήριο την προσήλωσή τους στους σκοπούς της Επανάστασης και στην ειλημμένη απόφασή τους, να αποπλύνουν με αίμα το άγος της Μικρασιατικής Καταστροφής, όταν σε μία ύστατη προσπάθεια του Πλαστήρα, να αποτρέψει την καταδίκη σε θάνατο των εκτελεσθέντων, έλαβε από τον μετέπειτα Πρόεδρο του Στρατοδικείου και τον Πρόεδρο της Ανακριτικής Επιτροπής την απάντηση «Οι κατηγορούμενοι πρέπει να εκτελεσθούν», όταν κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες του δημοκρατικού κόσμου, όπως ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, διακήρυσσαν, ότι έχομεν ανάγκη πλήρους εξαγνισμού, όταν η Επαναστατική Επιτροπή με διάταγμά της τής 12ης Οκτωβρίου 1922 στέρησε από τους μελλοθάνατους το δικαίωμα να ασκήσουν έφεση ενώπιον του Αναθεωρητικού Στρατοδικείου και αναίρεση ενώπιον του Αρείου Πάγου κατά της εκδοθησόμενης απόφασης και τέλος, όταν λίγες ημέρες πριν την έναρξη της δίκης, δημοσιεύεται σε όλες τις εφημερίδες διάγγελμα της Επανάστασης προς το Λαό, υπογραφόμενο από τους Αρχηγούς αυτής Πλαστήρα και Γονατά, σύμφωνα με το περιεχόμενο του οποίου επιταχύνονται οι διαδικασίες για τη σκληρή τιμωρία «των εχθρών της Πατρίδος». Κάτω από αυτές τις συνθήκες διεξήχθη η δίκη, οι οποίες δημιούργησαν στους Στρατοδίκες τέτοια συναισθηματική φόρτιση και ψυχική πίεση, ώστε σε συνδυασμό και με το φανατισμό ο οποίος τους διέκρινε, να εμποδίζεται η διερεύνηση της υποθέσεως αμερολήπτως, ψυχραίμως και νηφαλίως, όπως επιβάλλετο και να προκαλείται σ’ αυτούς συνειδησιακή σύγχυση μεταξύ αθώων και ενόχων. Πρόκειται για απόφαση ντροπής, προειλημμένη και διατεταγμένη, η οποία λήφθηκε παρά τους νόμους, το Σύνταγμα και την ηθική από Δικαστές που συγκρότησαν ένα παράνομο Δικαστήριο και αποφάσισαν, κατά καταπάτηση στοιχειωδών υπερασπιστικών και δικονομικών δικαιωμάτων των κατηγορούμενων αυθαιρέτως, αφού από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε, ότι οι κατηγορούμενοι ενήργησαν με πρόθεση, δηλαδή με δόλο, στοιχείο απαραίτητο για την υποκειμενική θεμελίωση του εγκλήματος της εσχάτης προδοσίας και επομένως, της ενοχής των κατηγορουμένων, για απόφαση που προσβάλλει βάναυσα το δικαστικό μας και εν γένει το νομικό μας πολιτισμό. Η αυθαίρετη καταδίκη των κατηγορουμένων αποδεικνύεται και από μόνη την απλή ανάγνωση του σκεπτικού της απόφασης και ειδικότερα, από την παραδοχή αυτού, ότι αποδείχθηκε «ότι άπαντες οι κατηγορούμενοι εκ συστάσεως μετ’ άλλων, εν γνώσει όντες ότι η εις την Ελλάδα επάνοδος του Βασιλέως Κωνσταντίνου, λόγω των κατά την διάρκεια του παγκοσμίου πολέμου εχθρικών αυτού πράξεων κατά των Δυνάμεων της Συννενοήσεως, ήθελεν είσθαι επιβλαβής εις τα εθνικά δίκαια και ιδία, ότι εκλόνισε την συνθήκη των Σεβρών ήτις, ως προς την παραχώρηση της Ανατολικής Θράκης είχε επικυρωθεί υπό της Ελληνικής Βουλής και είχε αυτή εκτελεσθεί δια της κατοχής υπο της Ελλάδος της Θράκης και προσαρτηθείσης ταύτης, ειργάσθησαν δια διαφόρων μέσων και δια ψευδών δηλώσεων και δια της αποκρύψεως των εντεύθεν κινδύνων εις τα εθνικά συμφέροντα υπέρ της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου, επιτευχθείσης δε ταύτης εξεδηλώθη αμέσως η απειληθείσα δια των γνωστών διακοινώσεων μεγίστη δυσμένεια των Δυνάμεων κατά της Ελλάδος, ου ένεκεν, εξέπεσεν αυτή της Συμμαχίας και εστερήθη ούτω της επικουρίας των Συμμάχων προς επιβολήν της Συνθήκης των Σεβρών. Καίτοι δε η Ελλάς απεμονώθη διπλωματικώς και εστερήθη της βοηθείας των Δυνάμεων, εν τούτοις ούτοι, απεφάσισαν να στηρίξωσιν εις τον θρόνον τον βασιλέα Κωνσταντίνο επί θυσία των εθνικών συμφερόντων, όπως υπό την αιγίδα της σταθεράς βάσεως του θρόνου νέμονται τας διαφόρους εξουσίας του Κράτους». Δέχεται δηλαδή κοντολογής η απόφαση, ότι οι κατηγορούμενοι ηθέλησαν ή τουλάχιστον αποδέχθηκαν τον εδαφικό ακρωτηριασμό της Ελλάδος και συνακολούθως, τον πολιτικό και ηθικό τους θάνατο και την ποινική τους καταδίκη, δηλαδή τον αυτοχειριασμό τους, χάριν της σωτηρίας του θρόνου και της νομής της πολιτικής εξουσίας από αυτούς υπό την προστασία του Βασιλέως. Αυτή όμως η παραδοχή η οποία αποτελεί το κυρίαρχο και κομβικό σημείο της αιτιολογίας της απόφασης είναι εκδήλως αίολη και εντελώς αυθαίρετη, οι δε υποστηρίζοντες τα αντίθετα στερούνται στοιχειώδους λογικής, την οποία απώλεσαν, είτε λόγω πολιτικού φανατισμού είτε λόγω νοσηρής διαταράξεως των πνευματικών τους λειτουργιών, είτε λόγω ηθικής παραφροσύνης. Ανεξαρτήτως όμως της ελλείψεως του στοιχείου του δόλου, που ήταν απαραίτητο όπως προαναφέρθηκε, για την κατάφαση της ενοχής των κατηγορουμένων, το αληθές είναι, ότι η έκπτωση της Ελλάδος από την επικουρία των Συμμάχων, δηλαδή από την παροχή της οικονομικής τους βοήθειας, δεν επήλθε εξ αιτίας της επανόδου του Βασιλέως Κωνσταντίνου, απλώς η επάνοδος αυτού αποτέλεσε για τους συντάκτες του κατηγορητηρίου το υπομόχλιο της παραπομπής των κατηγορουμένων σε δίκη και ακολούθως, για τους δικαστές που έκριναν στη συνέχεια με βάση αυτό, τον γωνιόλιθο της αιτιολογίας της καταδικαστικής απόφασης. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι στις επανειλημμένες προσπάθειες του Ελευθερίου Βενιζέλου, ως Πρωθυπουργού προς τους Συμμάχους να εκπληρώσουν τις δανειακές τους υποχρεώσεις, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος τους παρέμεναν ανεξόφλητες και απέρρεαν από τις δανειακές συμβάσεις που είχαν συναφθεί τον Φεβρουάριο του έτους 1918 και το έτος 1919, ελάμβανε στερεοτύπως από αυτούς την απάντηση « κάμετε και σείς εσωτερικήν προσπάθεια να πορισθείτε χρήματα από τον τόπο σας για να σας δώσομε και μείς» και επιπροσθέτως, από το γεγονός ότι η Κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου αναγκάσθηκε κατά την περίοδο 1919 έως τον Σεπτέμβριο του 1920 να συνάψει δάνειο από την Εθνική Τράπεζα, ύψους 1.000.000.000 δραχμών και μάλιστα, με λίαν επαχθείς όρους, πέραν του λαχειοφόρου δανείου που είχε εκδοθεί στις 11 Μαρτίου 1920. Για τους λόγους αυτούς, ευλόγως και δικαίως ο διεθνής τύπος, ξένοι διπλωμάτες και πολιτικοί χαρακτήρισαν τη δίκη ως «θεατρική παράσταση και φάρσα», γιατί έγινε προκειμένου να πεισθεί η κοινή γνώμη ότι τηρήθηκαν οι νόμιμοι τύποι προς δικαιολόγηση της θανατικής καταδίκης, τη δε εκτέλεση των Έξι, ως «πράξη μεγίστης βαρβαρότητας, αποτρόπαιο έγκλημα, τερατώδη τραγωδία και δικαστική δολοφονία». Και αυτός ακόμη ο μέγας πολιτικός άνδρας και πολιτικός αντίπαλος των καταδικασθέντων, Ελευθέριος Βενιζέλος, ο οποίος γνώριζε το παρασκήνιο της δίκης και είχε επίγνωση των γεγονότων της κατάρρευσης του Μικρασιατικού Μετώπου και της διάλυσης του Στρατού, υπό την ιδιότητά του ως πρωθυπουργού, σε αποκαλυπτική δήλωσή του κατά την αγόρευσή του ενώπιον της Βουλής των Ελλήνων στις 31 Μαρτίου 1932, η οποία είχε αποτελέσει και το περιεχόμενο επιστολής, την οποία είχε αποστείλει τον Ιανουάριο του έτους 1929 στον τότε «Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και Αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος, Παναγή Τσαλδάρη, αναφέρει μεταξύ των άλλων «Δύναμαι να διαβεβαιώσω υμάς κατά τον πλέον κατηγορηματικόν τρόπον, ότι ουδείς των πολιτικών Αρχηγών της Δημοκρατικής παρατάξεως θεωρεί, ότι οι ηγέτες της πολιτικής ήτις ηκολουθήθη μετά το 1920 διέπραξαν προδοσίαν κατά της χώρας ή ότι εν γνώσει οδήγησαν τον τόπον εις την Μικρασιατικήν Καταστροφήν. Αντιθέτως, πιστεύω ακραδέντως, ότι θα ήσαν ευτυχείς, αν η πολιτική των οδήγει την Ελλάδα εις εθνικόν θρίαμβον και ότι αποτελεί ειλικρινή του επιθυμία, να αποκατασταθεί η μνήμη των νεκρών υπέρ των οποίων ήταν έτοιμος να προσέλθει εις μνημόσυνον, όπως δεηθεί μετά των συγγενών και φίλων αυτών, από κοινού υπέρ εκείνων και ακόμη ότι από τους ανθρώπους εκείνους, επί των οποίων εγένετο η εκτέλεσή της αποφάσεως του Στρατοδικείου, ο αδικότερον τυφεκισθείς είναι ο Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης», για τον οποίο δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής, ότι, ως Υπουργός Οικονομικών, λίγο χρόνο πριν αναλάβει Πρωθυπουργός, έκανε εσωτερικό αναγκαστικό δάνειο με τη γνωστή σε όλους μας διχοτόμηση του χαρτονομίσματος, για να στηρίξει με τα αναγκαία οικονομικά μέσα τον αγώνα του Ελληνικού Στρατού στη Μικρά Ασία, αναγνωρίζοντας έτσι ευθέως με τη δήλωσή του αυτή ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ότι και οι υπόλοιποι εκτελέσθηκαν αδίκως. Αλλά και ο Θεόδωρος Πάγκαλος, μετά την πτώση της δικτακτορίας του, διακατεχόμενος προδήλως από τύψεις συνειδήσεως για την εγκληματική διαγωγή που είχε επιδείξει, τόσο κατά το στάδιο της ανακρίσεως, όσο και κατ’ εκείνο της διασκέψεως των Στρατοδικών, κατά το οποίο μάλιστα είχε αποκτήσει και την ιδιότητα του Υπουργού Στρατιωτικών, κατά το χρόνο της κρατήσεώς του στις φυλακές Αβέρωφ προέβη στην εξής δήλωση: «Σήμερον, εξετάζων τις άνευ προκαταλήψεως τα γεγονότα, δεν είναι δυνατόν να αρνηθεί ότι οι άνδρες εκείνοι έπεσαν μοιραία θύματα μιας θυέλλης, εξ εκείνων, αίτινες παράγονται κατ’ απαράβατον νόμον από τας εθνικάς συμφοράς, ως η του 1922. Αν καλώς ή κακώς εγένοντο αι εκτελέσεις εκείναι, δεν είναι βεβαίως δυνατόν να υπάρχει σήμερον ουδείς και μεταξύ ακόμη των Στρατοδικών, όστις να μη θλίβεται δια τον άδικον θάνατον των έξι εντίμων εκείνων πολιτικών ανδρών». Ενώ, πολλά χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του έτους 1949, υπό καθεστώς πλήρους ελευθερίας ευρισκόμενος, σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Έθνος», θα πει για τους εκτελεσθέντες «Δεν παραδέχομαι ότι διέπραξαν συνειδητήν προδοσίαν, αλλά μπορούμε να είπομεν σήμερον, ότι υπήρξαν μάλλον μοιραία και αναγκαία θύματα εις τον βωμόν της πατρίδος κατά τας κρισίμους εκείνας στιγμάς». Ογδόντα οκτώ χρόνια πέρασαν από τότε για να απονεμηθεί η ανθρώπινη Δικαιοσύνη. Μετά από αίτηση επαναλήψεως της διαδικασίας επί της οποίας εκδόθηκε η δολοφονική απόφαση, που υποβλήθηκε από τον εγγονό του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Μιχάλη Πρωτοπαπαδάκη, το Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, που δίκασε χωρίς προκαταλήψεις και χωρίς την πίεση των γεγονότων της εποχής εκείνης, με την υπ’ αριθ. 1533/2009 απόφασή του, όπως συμπληρώθηκε με την υπ’αριθ. 1075/2010 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου, έκρινε ότι οι καταδικασθέντες ήταν αθώοι και ακύρωσε την επαίσχυντη απόφαση. Με την ιστορική αυτή απόφασή του ο Άρειος Πάγος ήρε τις πλάκες της προδοσίας που είχαν σκεπάσει τους τάφους των Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, Πρωθυπουργού, Δημητρίου Γούναρη πρώην Πρωθυπουργού, Νικολάου Στράτου, Εντολοδόχου Πρωθυπουργού και Προέδρου της Βουλής, Νικολάου Θεοτόκη, Υπουργού, Γεωργίου Μπαλτατζή, Υπουργού, και Γεωργίου Χατζηανέστη Αρχιστρατήγου κι έβαλε ταφόπλακα στην αμφισβήτηση της τιμής και του πατριωτισμού τους. Οι εκτελεσθέντες υπήρξαν μάρτυρες, όχι μιας παράταξης, αλλά μιας πατρίδας κοινής και θύματα μιας εποχής φτιαγμένης από φωτιά, αίμα και δάκρυα. Διατυπώνοντας τις απόψεις μου αυτές δημοσίως, αισθάνομαι ότι έπραξα το καθήκον μου προς την πατρίδα, τον εαυτό μου και προς όλους εκείνους, οι οποίοι έχουν δικαίωμα επί της αληθείας. Κλείνοντας εδώ την ομιλία μου θα ευχηθώ, λόγω της πολεμικής περιόδου την οποία διερχόμαστε εξαιτίας της οικονομικής κρίσεως, της μεγαλύτερης από όσες γνώρισε ποτέ η Χώρα μας, να είναι απρόσκοπτος ο δρόμος τους Έθνους μας και να μην αφήσει ο θεός της Ελλάδος, να βρεθεί ποτέ το Ελληνικό Έθνος στο μέλλον στη θλιβερή θέση, να υψώσει μελαγχολικά τη σκαπάνη για να ανοίξει και άλλους τέτοιους τάφους.

Δεν υπάρχουν σχόλια: