Το ΠΑΣΟΚ ήξερε όλη την αλήθεια για την οικονομία. Την ήξερε από τον Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας κ. Προβόπουλο, ο οποίος έκανε στις 24/11/2009 στη Βουλή τη γνωστή δήλωση πως είχε ενημερώσει προεκλογικά τον κ. Παπανδρέου ότι το έλλειμμα θα έφθανε σε διψήφιο ποσοστό «αν δεν λαμβάνονταν στο υπόλοιπο του έτους γενναία διορθωτικά μέτρα».
Το ΠΑΣΟΚ ήξερε επίσης την αλήθεια και από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ο αρμόδιος Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων κ. Αλμούνια, στις 14 Σεπτεμβρίου 2009 έκανε δημόσια ανακοίνωση, στην οποία επεσήμαινε τα ακόλουθα:
«Όλα τα κόμματα και οι πολιτικοί ηγέτες που συμμετέχουν στις εκλογές και είναι πιθανόν να αναλάβουν τα ηνία της χώρας μετά τις εκλογές, γνωρίζουν την κατάσταση. Η νέα ελληνική κυβέρνηση – όποια κι αν είναι αυτή – θα πρέπει να ενημερώσει στα τέλη Οκτωβρίου την Επιτροπή για την πολιτική που σκοπεύει να ακολουθήσει σε ό,τι αφορά τη μείωση του δημοσιονομικού ελλείμματος, ώστε το Νοέμβριο να προβούμε σε μια αξιολόγηση, προκειμένου να διακριβώσουμε κατά πόσον έχει ληφθεί αποτελεσματική δράση για την επίτευξη των στόχων για τη μείωση του ελλείμματος. Με βάση αυτή, θα λάβουμε στις αρχές του επόμενου χρόνου τις αναγκαίες αποφάσεις, ώστε να προχωρήσει η διαδικασία που προβλέπει το Σύμφωνο Σταθερότητας».
Το ότι ο κ. Παπανδρέου γνώριζε την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά συνέχισε να υπόσχεται και να δηλώνει ότι «λεφτά υπάρχουν», προκύπτει και από τα απομνημονεύματα του πρώην υπουργού Οικονομίας της Γερμανίας, Πέερ Στάινμπρουκ.
«Όταν με επισκέφθηκε στα τέλη Ιανουαρίου του 2009 ο σημερινός πρωθυπουργός και τότε αρχηγός της αντιπολίτευσης Γιώργος Παπανδρέου, αναφέρει συγκεκριμένα ο κ. Στάινμπρουκ, δεν είχε καμία ψευδαίσθηση ως προς την οικονομική και δημοσιονομική κατάσταση, στην οποία βρίσκονταν η Ελλάδα. Είχε πλήρη συνείδηση της τεράστιας πρόκλησης που σήμαινε μια ενδεχόμενη εκλογή του. Μόλις απάντησα τις ερωτήσεις του για τις προσπάθειες εξυγίανσης των οικονομικών στη Γερμανία στην περίοδο 2006 - 2008 και του εξέθεσα τις απόψεις μου για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, (ο Γιώργος Παπανδρέου) με αποχαιρέτισε με μια ειρωνική παρατήρηση, ότι δεν ήταν πλέον και τόσο σίγουρος ότι θα ήθελε να κερδίσει τις εκλογές.»
Και μετά τις εκλογές, στη συζήτηση επί των προγραμματικών δηλώσεων, ο υπουργός Οικονομικών αφού ανακοίνωσε ότι το έλλειμμα του 2009 θα ήταν 30 δισ. ευρώ, δηλαδή 12,7% του ΑΕΠ, πρόσθεσε:
«Αυτή είναι η κατάσταση. Χωρίς υπεκφυγές, χωρίς ψέματα, χωρίς φτιασιδώματα. Αλλά και χωρίς άλλοθι για να αθετήσουμε τις υποσχέσεις μας. Δεσμευτήκαμε προεκλογικά για τη στήριξη της οικονομίας με ένα πακέτο 2,5 δισ. ευρώ. Θα τηρήσουμε τις δεσμεύσεις μας. Στο ακέραιο.»
Η κυβέρνηση, όχι μόνο ακύρωσε τις ψεύτικες προεκλογικές τις υποσχέσεις, όπως άλλωστε είχαμε προβλέψει πριν τις εκλογές, αλλά υποχρεώθηκε να λάβει και μια σειρά από οδυνηρά μέτρα εις βάρος του συνόλου των πολιτών.
Γνώριζε πολύ καλά, ότι ως τις 27 Οκτωβρίου, σύμφωνα με απόφαση του Συμβουλίου Υπουργών Οικονομίας (ECOFIN) του Απριλίου 2009, θα έπρεπε να ενημερώσει την Ε.Ε. για την πολιτική και τα μέτρα που σκόπευε να εφαρμόσει, προκειμένου να μειώσει το έλλειμμα. Ο υπουργός Οικονομικών πράγματι έστειλε αυτήν την επιστολή. Όμως, αντί να ανακοινώσει μέτρα για τη συγκράτηση του ελλείμματος, περιορίστηκε να κοινοποιήσει τα μέτρα που έλαβε τον Ιούνιο η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και μάλιστα μόνο όσα από αυτά δεν ακύρωσε ή ανέβαλε η νέα κυβέρνηση μετά τις εκλογές.
Δεν έλαβε επίσης κανένα από τα διαρθρωτικά μέτρα που ανέμεναν οι Βρυξέλλες και γνωστοποίησε, πριν ακόμη αποφανθεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή που είναι το αρμόδιο όργανο, ότι η Ελλάδα απέτυχε να συμμορφωθεί με τις συστάσεις της ΕΕ. Ουσιαστικά διακήρυξε, ότι η νέα κυβέρνηση δεν επρόκειτο να λάβει μέτρα, αλλά προσπάθησε να φορτώσει αυτή την έλλειψη συμμόρφωσης στην προηγούμενη κυβέρνηση. Με αυτή τη διαδικασία η χώρα οδηγήθηκε στο στάδιο της αυστηρής Κοινοτικής επιτήρησης.
Ενώ ο Πρωθυπουργός και ο αρμόδιος Υπουργός Οικονομικών μιλούσαν για δημοσιονομικό εκτροχιασμό και κατάσταση έκτακτης ανάγκης, κατέθεσαν ένα προϋπολογισμό για το 2010, ο οποίος ήταν εκτός τόπου και χρόνου.
Ήταν ένας προϋπολογισμός:
• Με αυξήσεις μισθών και συντάξεων,
• Με αυξήσεις δαπανών για το πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων υγείας και παιδείας,
• Με επίδομα αλληλεγγύης
• Με δεσμεύσεις για τη μη επιβολή νέων φόρων ή έκτακτων εισφορών.
Η κυβέρνηση βγήκε στις διεθνείς αγορές να δανεισθεί, υποστηρίζοντας ότι η Ελλάδα είναι μια χρεοκοπημένη και διεφθαρμένη χώρα, με διαλυμένους εισπρακτικούς μηχανισμούς. Πώς αλήθεια πίστευε ότι οι διεθνείς αγορές θα μας δανείσουν, μετά από αυτούς τους άθλιους χειρισμούς;
Υπενθυμίζουμε ακόμα:
• τις δηλώσεις περί Τιτανικού,
• τις διαρροές και τις διαψεύσεις για προσφυγή στο ΔΝΤ,
• τις διαρροές περί πώλησης ομολόγων στην Κίνα, που πυροδότησαν το ράλλι των spread,
• Τις επισημάνσεις του πρωθυπουργού, στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ του Δεκεμβρίου 2009, ότι έχουμε «τεράστια», «συστημική διαφθορά», «πελατειακή πολιτική και παρασιτική οικονομία», «τεράστια αίσθηση ανομίας και αυθαιρεσίας».
• την ακατάσχετη πολυλογία και το χείμαρρο των δηλώσεων, που έκανε ακόμα και τα διεθνή μέσα ενημέρωσης να συστήσουν στα κυβερνητικά στελέχη να σιωπήσουν,
• τις πληροφορίες ότι η κυβέρνηση πίεζε για τροποποίηση του μηχανισμού στήριξης,
• τις διαψεύσεις για την αύξηση του ΦΠΑ, που είχαν την γνωστή κατάληξη,
• τις προθέσεις επιβολής πόθεν έσχες στις καταθέσεις, που οδήγησαν στις διαρροές κεφαλαίων στο εξωτερικό,
• τις δηλώσεις του πρωθυπουργού ότι στην Ελλάδα δεν αποδίδεται Δικαιοσύνη,
• την εξαγγελία για πάγωμα των μισθών άνω των 2.000 ευρώ, που ανακλήθηκε μετά από την παρέμβαση του κόμματος, και τις επισημάνσεις ότι οι Έλληνες δεν ψήφισαν για πρωθυπουργό τον Αλμούνια και τον Τρισέ, αλλά τον Παπανδρέου. Για να καταλήξουμε βέβαια λίγο αργότερα σε μειώσεις μισθών.
• τις υποσχέσεις για κατάργηση του νόμου Πετραλιά,
• την παράδοση άνευ όρων στους συνδικαλιστές του ΟΛΠ,
• το ράβε – ξήλωνε του φορολογικού νομοσχεδίου κ.λ.π.
Η κυβέρνηση παρέλαβε ένα πρόβλημα ελλείμματος, το οποίο σε μεγάλο βαθμό ήταν κοινό για όλες τις χώρες της Ε.Ε., εξαιτίας της κρίσης και της ύφεσης. Δυστυχώς για την Ελλάδα, το ΠΑΣΟΚ, με τις προεκλογικές του εμμονές, την απραξία, τις παλινωδίες, τις ενδοκυβερνητικές διαφωνίες και τα μικροκομματικά παιχνίδια, κατάφερε να μετατρέψει το πρόβλημα αυτό σε αδυναμία δανεισμού της χώρας. Συνέπεια ήταν η αναγκαστική προσφυγή στο ΔΝΤ. Και αυτό, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση είχε για πρώτη φορά, όχι μόνο τη στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης για τη λήψη αναγκαίων μέτρων, αλλά και την παρότρυνσή της να κινηθεί προς αυτή την κατεύθυνση, και μάλιστα με συγκεκριμένες προτάσεις. Η κυβερνητική πολιτική ισοδυναμεί με συνειδητή υποβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας.