Το Κάστρο της Χώρας, γνωστό κατά την Λατινοκρατία και ως Μέσα Κάστρο της Ναξίας, αλλά και ως Κάτω Κάστρο (Castello da Basso ή Castel(lo) Inferiore) αποτελεί το σημαντικότερο ενετικό μνημείο της Νάξου. Είναι μία ζωντανή καστροπολιτεία, που μετράει οκτώ αιώνες αδιάλειπτης κατοίκησης, αποτελώντας τη μοναδική συνοικία της Νάξου, όπου ακόμη και σήμερα επικρατεί αριθμητικά το ρωμαιοκαθολικό στοιχείο. Κτίστηκε τον 13ο αιώνα από τον ιδρυτή του Δουκάτου του Αιγαίου, Μάρκο Σανούδο Α΄, ενώ τη σημερινή του μορφή την πήρε σε γενικές γραμμές κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν το μεγαλύτερο μέρος των τειχών του γκρεμίστηκε και τη θέση τους πήραν αρχοντικά αναγεννησιακού στυλ με θέα προς τη θάλασσα. Η ανέγερση επίσης της Μονής Ιησουιτών και άλλων κτιρίων από Γάλλους μισσιοναρίους κατά την περίοδο της Αντιμεταρρύθμισης αλλοίωσε τον αρχικό – μεσαιωνικό χαρακτήρα μεγάλου τμήματος του Κάστρου.
Το Κάστρο έχει τρεις εισόδους, από τις οποίες σήμερα σώζονται οι δύο: η «Τρανή Πόρτα» και το «Παραπόρτι». Από τους 12 πύργους, που κτίστηκαν σύμφωνα με διάφορες διηγήσεις περιμετρικά του Κάστρου, σήμερα σώζεται στην αρχική του μορφή μόνον ο κυκλικός πύργος των Crispi, του Γλέζου ή της Απεραθίτισσας, ο οποίος λειτουργεί σήμερα ως βυζαντινό μουσείο. Σώζεται επίσης η βάση του μεγάλου κεντρικού τετράγωνου πύργου του Κάστρου, που χρησίμευε πιθανόν ως σκοπιά ή ως το τελευταίο οχυρό/καταφύγιο των αμυνομένων ή ως κατοικία του δούκα.
Το σημαντικότερο πάντως μνημείο του Κάστρου θεωρείται η Μητρόπολη των Καθολικών, αφιερωμένη στην Υπαπαντή. Κτίσμα του 13ου αιώνα, πήρε σε γενικές γραμμές τη σημερινή της μορφή το 17ο αιώνα. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται το μέγαρο της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Νάξου-Τήνου (13ος - 14ος αι.), το οποίο εικάζεται ότι κατά το Μεσαίωνα λειτουργούσε ως δουκική καγκελλαρία. Στην άκρη του κτηρίου της καθολικής αρχιεπισκοπής εφάπτεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, ο μοναδικός ορθόδοξος ναός μέσα στο Κάστρο. Πιο πέρα, στα βορειοανατολικά συναντά κανείς τον καθολικό ναό και τη μονή του Αγίου Αντωνίου της Παδούης, που ανήκε στους Καπουκίνους, κτίσμα του 17ου αιώνα.
Επιβλητικό στέκει στη νοτιοανατολική πλευρά του Κάστρου το κτήριο της Μονής και της Σχολής Ιησουιτών, όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο γοτθικός ναός της Αμιάντου Συλλήψεως (Καπέλλα Καζάτζα), το πάλαι ποτέ δουκικό παρεκκλήσιο (14ος αι.), είναι ένα σπάνιο και εξαιρετικής αισθητικής μνημείο. Εφάπτεται της Σχολής των Ιησουιτών, από τους οποίους άλλωστε έλαβε τη σημερινή του μορφή κατά την Τουρκοκρατία. Ο ναός αυτός είναι χτισμένος επάνω σ’ έναν πανύψηλο πύργο, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Κάστρου (ίσως ήταν ένας από τους αρχικούς πύργους που έκτισε ο Μάρκος Σανούδος).
Καταστροφική αποδείχτηκε η ανέγερση του νέου κτηρίου της Σχολής Ουρσουλινών (1930) στη νοτιοδυτική πλευρά του Κάστρου, η οποία προκάλεσε τον αφανισμό πολλών παλαιών αρχοντικών και σημαντικού τμήματος του μεσαιωνικού πολεοδομικού ιστού του Κάστρου. Το κτήριο υπέστη εκτεταμένες ζημιές, όπως και άλλα κτίσματα του Κάστρου, κατά τη διάρκεια των βρετανικών βομβαρδισμών εναντίον των αποχωρούντων γερμανικών δυνάμεων κατοχής (Οκτώβριος 1944). Η Σχολή Ουρσουλινών, η οποία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 λειτουργούσε ως σχολείο θηλέων, προσφέροντας σημαντικό εκπαιδευτικό έργο στις Ελληνίδες, σήμερα στεγάζει το Τοπικό Αρχείο Νάξου και λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο.
Στο Κάστρο της Χώρας υπάρχουν επίσης πολυάριθμα κατοικημένα αρχοντικά, που είναι διακοσμημένα με τα μεσαιωνικά οικόσημα των κτητόρων τους, των ιταλικής κυρίως καταγωγής φεουδαρχών, που κυριάρχησαν στο νησί για αιώνες. Ορισμένα μάλιστα έχουν στο υπέρθυρό τους θυρεούς ξένων χωρών, αφού κατά την οθωμανική περίοδο λειτουργούσαν ως προξενεία (Γαλλίας, Βενετίας, Αγγλίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, Δανίας, Αυστρίας, Βασίλειου των Δύο Σικελιών και Ρωσίας).
Το Κάστρο έχει τρεις εισόδους, από τις οποίες σήμερα σώζονται οι δύο: η «Τρανή Πόρτα» και το «Παραπόρτι». Από τους 12 πύργους, που κτίστηκαν σύμφωνα με διάφορες διηγήσεις περιμετρικά του Κάστρου, σήμερα σώζεται στην αρχική του μορφή μόνον ο κυκλικός πύργος των Crispi, του Γλέζου ή της Απεραθίτισσας, ο οποίος λειτουργεί σήμερα ως βυζαντινό μουσείο. Σώζεται επίσης η βάση του μεγάλου κεντρικού τετράγωνου πύργου του Κάστρου, που χρησίμευε πιθανόν ως σκοπιά ή ως το τελευταίο οχυρό/καταφύγιο των αμυνομένων ή ως κατοικία του δούκα.
Το σημαντικότερο πάντως μνημείο του Κάστρου θεωρείται η Μητρόπολη των Καθολικών, αφιερωμένη στην Υπαπαντή. Κτίσμα του 13ου αιώνα, πήρε σε γενικές γραμμές τη σημερινή της μορφή το 17ο αιώνα. Σε μικρή απόσταση βρίσκεται το μέγαρο της Καθολικής Αρχιεπισκοπής Νάξου-Τήνου (13ος - 14ος αι.), το οποίο εικάζεται ότι κατά το Μεσαίωνα λειτουργούσε ως δουκική καγκελλαρία. Στην άκρη του κτηρίου της καθολικής αρχιεπισκοπής εφάπτεται το εκκλησάκι της Παναγίας της Θεοσκέπαστης, ο μοναδικός ορθόδοξος ναός μέσα στο Κάστρο. Πιο πέρα, στα βορειοανατολικά συναντά κανείς τον καθολικό ναό και τη μονή του Αγίου Αντωνίου της Παδούης, που ανήκε στους Καπουκίνους, κτίσμα του 17ου αιώνα.
Επιβλητικό στέκει στη νοτιοανατολική πλευρά του Κάστρου το κτήριο της Μονής και της Σχολής Ιησουιτών, όπου στεγάζεται το Αρχαιολογικό Μουσείο. Ο γοτθικός ναός της Αμιάντου Συλλήψεως (Καπέλλα Καζάτζα), το πάλαι ποτέ δουκικό παρεκκλήσιο (14ος αι.), είναι ένα σπάνιο και εξαιρετικής αισθητικής μνημείο. Εφάπτεται της Σχολής των Ιησουιτών, από τους οποίους άλλωστε έλαβε τη σημερινή του μορφή κατά την Τουρκοκρατία. Ο ναός αυτός είναι χτισμένος επάνω σ’ έναν πανύψηλο πύργο, που βρίσκεται στην ανατολική πλευρά του Κάστρου (ίσως ήταν ένας από τους αρχικούς πύργους που έκτισε ο Μάρκος Σανούδος).
Καταστροφική αποδείχτηκε η ανέγερση του νέου κτηρίου της Σχολής Ουρσουλινών (1930) στη νοτιοδυτική πλευρά του Κάστρου, η οποία προκάλεσε τον αφανισμό πολλών παλαιών αρχοντικών και σημαντικού τμήματος του μεσαιωνικού πολεοδομικού ιστού του Κάστρου. Το κτήριο υπέστη εκτεταμένες ζημιές, όπως και άλλα κτίσματα του Κάστρου, κατά τη διάρκεια των βρετανικών βομβαρδισμών εναντίον των αποχωρούντων γερμανικών δυνάμεων κατοχής (Οκτώβριος 1944). Η Σχολή Ουρσουλινών, η οποία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70 λειτουργούσε ως σχολείο θηλέων, προσφέροντας σημαντικό εκπαιδευτικό έργο στις Ελληνίδες, σήμερα στεγάζει το Τοπικό Αρχείο Νάξου και λειτουργεί ως πολιτιστικό κέντρο.
Στο Κάστρο της Χώρας υπάρχουν επίσης πολυάριθμα κατοικημένα αρχοντικά, που είναι διακοσμημένα με τα μεσαιωνικά οικόσημα των κτητόρων τους, των ιταλικής κυρίως καταγωγής φεουδαρχών, που κυριάρχησαν στο νησί για αιώνες. Ορισμένα μάλιστα έχουν στο υπέρθυρό τους θυρεούς ξένων χωρών, αφού κατά την οθωμανική περίοδο λειτουργούσαν ως προξενεία (Γαλλίας, Βενετίας, Αγγλίας, Ολλανδίας, Σουηδίας, Δανίας, Αυστρίας, Βασίλειου των Δύο Σικελιών και Ρωσίας).
Ο Μπούργος
Μνημεία της Βενετοκρατίας δεν υπάρχουν όμως μόνο εντός των τειχών του Κάστρου, αλλά και εκτός. Ο Μπούργος είναι μία συνοικία με καθαρά μεσαιωνική ρυμοτομία βορείως του Κάστρου, όπου κατοικούσαν κυρίως οι ορθόδοξοι Έλληνες. Τα δαιδαλώδη στενά δρομάκια με τις καμάρες, που διαμορφώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο με σκοπό την απόκρουση εχθρικών επιδρομών, παρουσιάζουν και σήμερα μία μοναδική γραφικότητα. Οι παλαιές πετρόχτιστες διώροφες κατοικίες, που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής η μία από την άλλη, διαθέτουν φαρδείς τοίχους, μικρά παράθυρα, ακόμη και τοξοθυρίδες, δίδοντας στον επισκέπτη την εντύπωση ότι εκεί ο χρόνος έχει σταματήσει στον Μεσαίωνα. Μας έχουν σωθεί τρεις εξωτερικές πύλες του Μπούργου: η δυτική (Πόρτα του Γιαλού), η νότια (Πόρτα του Προφήτη Ηλία) και η ανατολική (Πόρτα της Εβριακής), η οποία μας συνδέει με την Εβριακή, την πάλαι ποτέ συνοικία των Εβραίων.
Μνημεία της Βενετοκρατίας δεν υπάρχουν όμως μόνο εντός των τειχών του Κάστρου, αλλά και εκτός. Ο Μπούργος είναι μία συνοικία με καθαρά μεσαιωνική ρυμοτομία βορείως του Κάστρου, όπου κατοικούσαν κυρίως οι ορθόδοξοι Έλληνες. Τα δαιδαλώδη στενά δρομάκια με τις καμάρες, που διαμορφώθηκαν κατ’ αυτόν τον τρόπο με σκοπό την απόκρουση εχθρικών επιδρομών, παρουσιάζουν και σήμερα μία μοναδική γραφικότητα. Οι παλαιές πετρόχτιστες διώροφες κατοικίες, που βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής η μία από την άλλη, διαθέτουν φαρδείς τοίχους, μικρά παράθυρα, ακόμη και τοξοθυρίδες, δίδοντας στον επισκέπτη την εντύπωση ότι εκεί ο χρόνος έχει σταματήσει στον Μεσαίωνα. Μας έχουν σωθεί τρεις εξωτερικές πύλες του Μπούργου: η δυτική (Πόρτα του Γιαλού), η νότια (Πόρτα του Προφήτη Ηλία) και η ανατολική (Πόρτα της Εβριακής), η οποία μας συνδέει με την Εβριακή, την πάλαι ποτέ συνοικία των Εβραίων.
Το Απάνω Κάστρο
Το Απάνω Κάστρο (Castel d’ Alto) δεσπόζει στο κέντρο του νησιού, σε ένα ύψωμα ανάμεσα στις εύφορες κοιλάδες της Ποταμιάς και της Δρυμαλίας, βορείως του Τσικαλαριού, σε υψόμετρο 422 μέτρων. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε το β’ μισό του 13ου αιώνα από το δούκα Μάρκο Σανούδο Β΄, με σκοπό την αντιμετώπιση εξεγέρσεων του τοπικού πληθυσμού. Σύμφωνα πάλι με μία άλλη εκδοχή κτίστηκε περί τα τέλη του 14ου αιώνα, με σκοπό την αντιμετώπιση των τουρκικών πειρατικών επιδρομών. Πιθανολογείται ότι ανακαινίστηκε γύρω στα 1500, εποχή κατά την οποία προστέθηκαν οι σωζόμενες σήμερα δύο πολεμίστρες. Πάντως τα υπάρχοντα ευρήματα μαρτυρούν οχύρωση του εν λόγω υψώματος ήδη από την προϊστορική εποχή, ενώ στους πρόποδές του έχει εντοπιστεί και γεωμετρικό νεκροταφείο. Σήμερα σώζονται μόνο κάποια ερείπια του κάστρου: δύο σειρές τειχών με προμαχώνες, εκκλησίες ανατολικού και δυτικού δόγματος, καθώς και ερείπια αρχοντικών και διαφόρων άλλων κτισμάτων. Οι φθορές από το χρόνο είναι πάρα πολλές και χρήζει άμεσης αναστηλώσεως, προτού καταστραφεί ολοσχερώς.
Το Απάνω Κάστρο (Castel d’ Alto) δεσπόζει στο κέντρο του νησιού, σε ένα ύψωμα ανάμεσα στις εύφορες κοιλάδες της Ποταμιάς και της Δρυμαλίας, βορείως του Τσικαλαριού, σε υψόμετρο 422 μέτρων. Σύμφωνα με την παράδοση κτίστηκε το β’ μισό του 13ου αιώνα από το δούκα Μάρκο Σανούδο Β΄, με σκοπό την αντιμετώπιση εξεγέρσεων του τοπικού πληθυσμού. Σύμφωνα πάλι με μία άλλη εκδοχή κτίστηκε περί τα τέλη του 14ου αιώνα, με σκοπό την αντιμετώπιση των τουρκικών πειρατικών επιδρομών. Πιθανολογείται ότι ανακαινίστηκε γύρω στα 1500, εποχή κατά την οποία προστέθηκαν οι σωζόμενες σήμερα δύο πολεμίστρες. Πάντως τα υπάρχοντα ευρήματα μαρτυρούν οχύρωση του εν λόγω υψώματος ήδη από την προϊστορική εποχή, ενώ στους πρόποδές του έχει εντοπιστεί και γεωμετρικό νεκροταφείο. Σήμερα σώζονται μόνο κάποια ερείπια του κάστρου: δύο σειρές τειχών με προμαχώνες, εκκλησίες ανατολικού και δυτικού δόγματος, καθώς και ερείπια αρχοντικών και διαφόρων άλλων κτισμάτων. Οι φθορές από το χρόνο είναι πάρα πολλές και χρήζει άμεσης αναστηλώσεως, προτού καταστραφεί ολοσχερώς.
Το Κάστρο τ’ Απαλίρου
Το οχυρότατο Κάστρο τ’ Απαλίρου αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς οικισμούς των πρώιμων βυζαντινών χρόνων στο Αιγαίο. Κτίστηκε πιθανόν το β΄ μισό του 7ου αιώνα. Εικάζεται ότι εκεί βρισκόταν για κάποιο διάστημα η πρωτεύουσα της βυζαντινής Νάξου. Οι Βενετοί πάντως στα 1207, προκειμένου να καταλάβουν το νησί, πολιόρκησαν το Κάστρο τ’ Απαλίρου, το οποίο και εκπόρθησαν έπειτα από πολιορκία πέντε εβδομάδων. Στη συνέχεια το κάστρο εγκαταλείφθηκε (ή κατ’ άλλους καταστράφηκε από τους Βενετούς). Το μήκος του κάστρου ξεπερνά τα 300 μ., ενώ το πλάτος του φθάνει τα 60-100 μ. Σώζεται ένα μεγάλο σχετικά τμήμα του περιμετρικού τείχους, το οποίο ενισχύεται κατά διαστήματα από πύργους και ένα ισχυρό ημικυκλικό προμαχώνα. Μέρος του τείχους του ανήκει πιθανόν σε προϊστορική οχύρωση. Διακρίνονται τα ερείπια οικιών και πάμπολλες καμαροσκεπείς κιστέρνες. Εντός και πέριξ των τειχών του κάστρου έχουν εντοπιστεί τα ερείπια ορθόδοξων ναών, με γνωστότερο εκείνο του Αγίου Γεωργίου, που δεσπόζει στο ύψωμα (474 μ.).
Το οχυρότατο Κάστρο τ’ Απαλίρου αποτελεί έναν από τους πλέον σημαντικούς οικισμούς των πρώιμων βυζαντινών χρόνων στο Αιγαίο. Κτίστηκε πιθανόν το β΄ μισό του 7ου αιώνα. Εικάζεται ότι εκεί βρισκόταν για κάποιο διάστημα η πρωτεύουσα της βυζαντινής Νάξου. Οι Βενετοί πάντως στα 1207, προκειμένου να καταλάβουν το νησί, πολιόρκησαν το Κάστρο τ’ Απαλίρου, το οποίο και εκπόρθησαν έπειτα από πολιορκία πέντε εβδομάδων. Στη συνέχεια το κάστρο εγκαταλείφθηκε (ή κατ’ άλλους καταστράφηκε από τους Βενετούς). Το μήκος του κάστρου ξεπερνά τα 300 μ., ενώ το πλάτος του φθάνει τα 60-100 μ. Σώζεται ένα μεγάλο σχετικά τμήμα του περιμετρικού τείχους, το οποίο ενισχύεται κατά διαστήματα από πύργους και ένα ισχυρό ημικυκλικό προμαχώνα. Μέρος του τείχους του ανήκει πιθανόν σε προϊστορική οχύρωση. Διακρίνονται τα ερείπια οικιών και πάμπολλες καμαροσκεπείς κιστέρνες. Εντός και πέριξ των τειχών του κάστρου έχουν εντοπιστεί τα ερείπια ορθόδοξων ναών, με γνωστότερο εκείνο του Αγίου Γεωργίου, που δεσπόζει στο ύψωμα (474 μ.).
Το Κάστρο του Καλόγερου
Για το βυζαντινό Κάστρο του Καλόγερου ελάχιστα μας είναι γνωστά. Πρόκειται για ένα κάστρο που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, κοντά στον Απόλλωνα, σε απόκρημνο και δυσπρόσιτο ύψωμα 357 μέτρων, που το καθιστούσε σχεδόν απόρθητο. Όλες οι πλευρές του περιβάλλονται από τείχη, εκτός της ανατολικής που είναι εξαιρετικά επικλινής και βραχώδης και «βλέπει» προς τη θάλασσα. Θεωρείται ότι το ύψωμα, όπου είναι χτισμένο, κατοικήθηκε από την αρχαιότητα (πιθανόν από τους προϊστορικούς χρόνους) έως τον Μεσαίωνα. Σήμερα εντοπίζονται εκεί ίχνη από οχυρώσεις, δωμάτια, αποθήκες, δεξαμενές, καθώς και από άλλα κτίσματα.
Αυτά είναι εν ολίγοις τα μεσαιωνικά κάστρα της Νάξου. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η ύπαρξη πολυάριθμων πύργων ή πυργοειδών επαύλεων, διάσπαρτων στη ναξιακή ενδοχώρα, που ανήκαν σε Δυτικούς τοπικούς άρχοντες, οι περισσότερες από τις οποίες ωστόσο ανεγέρθηκαν μετά τον Μεσαίωνα. Η ύπαρξη των οχυρωμένων αυτών κατοικιών, η διατηρούμενη χρήση οικοσήμων από Δυτικούς ευγενείς – γαιοκτήμονες, καθώς και η επί μακρόν επιβίωση φεουδαλικών πρακτικών και νοοτροπιών αποτελούν στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι ο Μεσαίωνας στη Νάξο δεν τελείωσε το β΄ μισό του 15ου αιώνα, αλλά ότι διήρκεσε ουσιαστικά για πολλούς ακόμα αιώνες, μέχρι τις παραμονές σχεδόν της Ελληνικής Επανάστασης.
Για το βυζαντινό Κάστρο του Καλόγερου ελάχιστα μας είναι γνωστά. Πρόκειται για ένα κάστρο που βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο του νησιού, κοντά στον Απόλλωνα, σε απόκρημνο και δυσπρόσιτο ύψωμα 357 μέτρων, που το καθιστούσε σχεδόν απόρθητο. Όλες οι πλευρές του περιβάλλονται από τείχη, εκτός της ανατολικής που είναι εξαιρετικά επικλινής και βραχώδης και «βλέπει» προς τη θάλασσα. Θεωρείται ότι το ύψωμα, όπου είναι χτισμένο, κατοικήθηκε από την αρχαιότητα (πιθανόν από τους προϊστορικούς χρόνους) έως τον Μεσαίωνα. Σήμερα εντοπίζονται εκεί ίχνη από οχυρώσεις, δωμάτια, αποθήκες, δεξαμενές, καθώς και από άλλα κτίσματα.
Αυτά είναι εν ολίγοις τα μεσαιωνικά κάστρα της Νάξου. Αξίζει επίσης να αναφερθεί η ύπαρξη πολυάριθμων πύργων ή πυργοειδών επαύλεων, διάσπαρτων στη ναξιακή ενδοχώρα, που ανήκαν σε Δυτικούς τοπικούς άρχοντες, οι περισσότερες από τις οποίες ωστόσο ανεγέρθηκαν μετά τον Μεσαίωνα. Η ύπαρξη των οχυρωμένων αυτών κατοικιών, η διατηρούμενη χρήση οικοσήμων από Δυτικούς ευγενείς – γαιοκτήμονες, καθώς και η επί μακρόν επιβίωση φεουδαλικών πρακτικών και νοοτροπιών αποτελούν στοιχεία που ενισχύουν την άποψη ότι ο Μεσαίωνας στη Νάξο δεν τελείωσε το β΄ μισό του 15ου αιώνα, αλλά ότι διήρκεσε ουσιαστικά για πολλούς ακόμα αιώνες, μέχρι τις παραμονές σχεδόν της Ελληνικής Επανάστασης.
Δημοσιεύτηκε στο http://www.greekcastles.gr/Web/Page_Analyzes.asp?Article=22.
Πηγή: Αθανάσιος Κωτσάκης, Έλληνες Ορθόδοξοι και Λατίνοι στη Νάξο (13ος – 19ος αι.). Ιστορικοπολιτισμική προσέγγιση με έμφαση στη μαρτυρία των υλικών καταλοίπων, Αθήνα, Εκδόσεις Ηρόδοτος, 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου