H διάθεση προχθές ήταν τόσο περίεργη. Ήθελε να ακούσω μουσική:
Ένας φίλος.
Αυτή, τη διάλεξε ο μουντός συννεφιασμένος ουρανός, του λιβαδιού της Νάξου
και ένας επίμονος ενοχλητικός πένθιμος ήχος κουκουβάγιας, στα χαλάσματα
που έβλεπα μπροστά.
Το Ρέκβιεμ του Μότσαρτ.
Ακούγοντάς με πιο μελαγχολική διάθεση από άλλη φορά, δήλωνε και κουβαλούσε αναμνήσεις, για την οικογενειακή-προσωπική φίλη, τη μεγάλη σε όλους και σε όλα, Καλυψώ Μαριανού Μπογιατζόγλου, σύζυγος Θωμά, μητέρα δύο παιδιών, και γενικής κοινωνικής αποδοχής, καταξίωσης και αγάπης. Έτσι το Ρέκβιεμ με κυρίαρχο το Όμποε, είναι μια σοβαρή αφιέρωση και βοηθάει τις αναμνήσεις να αναδυθούν και να μας ταξιδεύσουν.
Μετά τη κατοχή, το κοριτσάκι με την άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, με τις φίλες της Άννα Νίνου - Ζέττα Μαργαρίτη να σκηνοθετεί και να παίζουν και να μιμούνται, τα μαγειρέματα, τα κουζινικά και διάφορες οικιακές ασχολίες, σε ένα αυτοσχέδιο χώρο δίπλα σε χαλάσματα, κάτω από το Κάστρο που τα είχαν παραμερίσει όσο μπορούσαν.
Πολυταξιδεμένη. Στις διηγήσεις της, απολάμβανες την αφηγηματικότητά της, το λεπτό χιούμορ και τη τραγουδιστική της σωστή ικανότητα. Ευχαρίστηση και αγάπη σκορπούσε πάντα, αλλά η ασθένεια της χτύπησε τη πόρτα και με πολύ υπομονή, με ψυχική δύναμη, πάλεψε με αξιοπρέπεια και οι φυσικοί νόμοι κυριάρχησαν.
Τώρα σκυφτός, συλλογισμένος στο πεζούλι της πεντάμορφης εκκλησούλας, στο περιβόλι των Μπογιατζόγλου, στους Αγίους Αναργύρους, με όχημα τη σκέψη, με τα φτερουγίσματα των περιστεριών και τα κελάηδισμα των πουλιών να την αποχαιρετάμε στη τελευταία της κατοικία, τα πανύψηλα δέντρα, η Αροκάρια, τα Κυπαρίσσια, τα Αθάνατα όλα σε μια αλληλουχία να γέρνουν μπροστά της, στο αφιλόξενο χώμα και ύστερα να ξαναπαίρνουν το ύψος τους και το γάρμος τους . Από το αρχαίο Κάστρο κατηφόρισαν οι Συλφίδες με τα πένθιμα αυτή τη φορά πέπλα τους, και χόρεψαν το χορό της μη επιστροφής στα γήινα και στα άπονα. Γιατί αγαπούσε τη μουσική και ήταν ο κόσμος της. Στα αυτιά μας ακούστηκαν μερικοί πυροβολισμοί ίσως από κάποιον κυνηγό και ένα σμήνος πετούμενα τρομαγμένα να χάνεται. Είπαν το δικό τους χαίρε. Η θέα φανταστική, οπτασία της συγκίνησης και να πηγαίνει που; Που πήγε η Καλυψώ η κόρη του Ήλιου (μυθολογία) και εγκαταστάθηκε;
Στη θύμισή μας, στις καρδιές μας!!
Ο γράφων, οικογενειακός φίλος, ευγνώμων στα βροντοκτυπήματά του, είχε ευεργετηθεί από όλη την οικογένεια. Αντί στεφάνου δανείζομαι τους κάτωθι στίχους από το Γιάννη Ρίτσο που της ταιριάζουν.
...και ήταν χαρά σου να σκορπάς και δόξα σου να παίρνουν ,
να ανασηκώνεις από τη γη τα όσα βογγούν και γέρνουν.
Καθώς και την εικόνα Άγιοι Ανάργυροι, ανέκδοτη φιλοτεχνημένη από τον ίδιο, να δημοσιευθεί στον τύπο.
Με τεχνοτροπία: εγκαυστική, (πυρακτωμένη βελόνα – πυρογραφία).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου