Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των τελευταίων μετρήσεων καταδεικνύουν την δυνατή διείσδυση που έχει πετύχει σε μία κρίσιμη δεξαμενή ψηφοφόρων η οποία σε παραδοσιακή βάση είναι εκείνη που καθορίζει και το εκλογικό αποτέλεσμα.
Μπορεί σύσσωμη η αντιπολίτευση να επιχείρησε το τελευταίο διάστημα να αποδομήσει την εικόνα του "φιλελεύθερου πολιτικού", ωστόσο η σχέση του κ. Μητσοτάκη με τα παραδοσιακά μη δεξιά ακροατήρια είναι ανθεκτική και κατ’ επέκταση αποτελεί μια σοβαρή επένδυση για τη σημερινή ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας για το μέλλον, ενόψει και των δύσκολων εκλογικών αναμετρήσεων, όταν αυτές έρθουν.
Στο στρατηγικό σχεδιασμό της κυβερνητικής παράταξης οφείλουν να εξετάσουν πολιτικές πρωτοβουλίες που θα ενίσχυαν τη σχέση αυτή, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι θα αγνοήσουν την παραδοσιακή κεντροδεξιά βάση που στο πέρασμα του χρόνου συνιστούσε τον βασικό πυλώνα υποστήριξης ακόμη και σε δύσκολες περιόδους.
Πέραν των παραδοσιακών ταμπελών, όπως Δεξιά, Κέντρο ή Αριστερά, στη σημερινή πραγματικότητα καταγράφεται ένα σημαντικό ποσοστό μέσα στην κοινωνία που απορρίπτει αυτούς τους διαχωρισμούς και ζητά από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία να δώσει λύσεις στα προβλήματα της με γνώμονα τη λογική, τις πραγματικές ανάγκες μιας μέσης οικογένειας και τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου Έλληνα.
Το συγκεκριμένο ακροατήριο που συνιστά μία σημαντική παράμετρο σε ένα ευρύτερο πλάνο πολιτικής διεύρυνσης δύναται να το προσελκύσει ένα κόμμα εξουσίας πιο αποτελεσματικά, όταν ακολουθεί ευρύτερες πολιτικές επιλογές με εθνικό πρόσημο και όταν βάζει στην άκρη στοιχεία λαϊκισμού και ελιτισμού, που πλήττουν την ποιότητα της δημοκρατίας.
Συνεπώς, ένα βασικός παράγοντας που αναμένεται να επηρεάσει τις τάσεις της κοινής γνώμης την επόμενη μέρα της πανδημίας, είναι η ικανότητα της σημερινής Κυβέρνησης να ανοίξει το δρόμο προς την κανονικότητα με τις καλύτερες προϋποθέσεις, λαμβάνοντας υπόψη τις πραγματικές ανάγκες των πολιτών και όχι πολιτικούς χαρακτηρισμούς που ανήκουν στο παρελθόν.
Κοντολογίς, η πολιτική κυριαρχία Μητσοτάκη μπορεί να διαφυλαχθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο μέσα από την αποτελεσματική προσέγγιση των προκλήσεων της επόμενης μέρας, αλλά και της γενιάς που βίωσε περισσότερο στο πετσί της την δεκάχρονη και πλέον κρίση, ανοίγοντας το δρόμο, υπό προϋποθέσεις, σε μία δεύτερη τετραετία.