slider

Naxios Το πρώτο blog των Κυκλάδων

Naxios

Τρεις γενοκτονίες – μία στρατηγική

Του Θανάση  Κωτσάκη 
Υποψηφίου Δημοτικού Συμβούλου  με τη δημοτική παράταξη «Μαζί Αλλάζουμε»
Δρ Ιστορίας
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φλέα 52 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2016), σελ. 9-20.
Τρεις γενοκτονίες – μία στρατηγική
Η εξόντωση τριών λαών (Ελλήνων Ποντίων, Αρμενίων, Ασσυρίων) από το καθεστώς των Νεοτούρκων στις αρχές του 20ου αιώνα Τα τελευταία 5 χρόνια είμαστε μάρτυρες ενός πραγματικού ανθρώπινου ολοκαυτώματος: αναφερόμαστε βεβαίως στη Συρία. Μία ανθρώπινη τραγωδία κολοσσιαίων διαστάσεων, απόρροια εν πολλοίς των γεωπολιτικών επιδιώξεων των μεγάλων δυνάμεων στην περιοχή. Άμαχοι δολοφονούνται, εκτοπίζονται, παίρνουν                                                                                                τον δρόμο της προσφυγιάς. 
Ολόκληρες κοινότητες ανθρώπων εξαφανίζονται από τον χάρτη. Η καλλιέργεια και η υπόθαλψη από παγκόσμιες δυνάμεις ακραίων ιδεολογιών και η συνεπακόλουθη άνοδός ριζοσπαστικών κινημάτων που αντιστρατεύονται την αρμονική συνύπαρξη των λαών, με κατεξοχήν παράδειγμα τον ισλαμικό – σουνιτικό φονταμενταλισμό, όπως εκφράζονται κυρίως από το Ισλαμικό Χαλιφάτο (ISIS), η Αλ Νούσρα και άλλες ένοπλες αντικαθεστωτικές οργανώσεις στη Συρία, εξοπλισμένες από συγκεκριμένες χώρες, έχει οδηγήσει τη Μέση Ανατολή στην άβυσσο του πολέμου. Το γιγαντιαίο προσφυγικό κύμα των τελευταίων χρόνων αντικατοπτρίζει αυτήν την πραγματικότητα.

Ιδιαίτερα οι χριστιανικοί πληθυσμοί της περιοχής, μαζί με τους Γεζίντι, αποτελούν θύματα αυτής της πολιτικής, ως συνήθεις και προσφιλείς στόχοι εγκληματικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων ισλαμιστών κατά αμάχων.
Ένα παρόμοιο πάντως φαινόμενο, σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, έλαβε χώρα εις βάρος των χριστιανών της Ανατολής πριν από έναν αιώνα, αυτή τη φορά λίγο πιο βόρεια. Πρόκειται για τη συστηματική δολοφονία και τον εκτοπισμό εκατομμυρίων χριστιανών της Μικράς Ασίας, του Καυκάσου και της Μεσοποταμίας, όχι από ένα θεοκρατικό ισλαμιστικό καθεστώς, αλλά από ένα -κατ' όνομα τουλάχιστον- κοσμικό καθεστώς: εκείνο των Νεοτούρκων. Και στις δύο πάντως περιπτώσεις εμπλέκεται αμέσως ή εμμέσως ο τουρκικός παράγων. Σήμερα η εθνοκάθαρση των χριστιανών της Ανατολής γίνεται με τη χρηματοδότηση και τον εξοπλισμό ακραίων ισλαμιστικών οργανώσεων υπό την αιγίδα της Τουρκίας, της Σαουδικής Αραβίας, του Κατάρ, αλλά και δυτικών χωρών, προεξαρχόντων των ΗΠΑ. Τότε θύτης ήταν το τουρκικό κράτος, με την ενθάρρυνση της Γερμανίας, όπως θα δούμε και παρακάτω. Σήμερα τα θύματα της εθνοκάθαρσης είναι οι μη σουννίτες μουσουλμάνοι της Συρίας και του Ιράκ, Άραβες, Κούρδοι, Αρμένιοι και Ασσύριοι. Τότε ήταν οι Έλληνες του Πόντου και της λοιπής Μικράς Ασίας, οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι. Θα αναφερθούμε εδώ σε κάθε ένα λαό ξεχωριστά.
Για λόγους οικονομίας χρόνου, δεν γίνεται εδώ ιδιαίτερη αναφορά στη δυτική Μικρά Ασία, στην Ιωνία και στην εθνοκάθαρση του εκεί ελληνικού στοιχείου, για την οποία έχει γραφεί πλειάδα βιβλίων, αλλά θα επικεντρωθούμε στην περίπτωση του Πόντου.
Οφείλουμε ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι ο διωγμός των Μικρασιατών στο σύνολό τους δεν έλαβε χώρα μόνο αμέσως μετά την ήττα του ελληνικού στρατού το 1922 στη Μικρά Ασία, ως αντίποινα των Τούρκων για τη μικρασιατική εκστρατεία, όπως πιθανόν να νομίζουν πολλοί, αλλά είχε προηγηθεί μία συστηματική δίωξη και εξόντωση του ελληνικού στοιχείου πολλά χρόνια νωρίτερα, αρχής γενομένης από το 1911. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1914, με την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, χιλιάδες Ελλήνων της δυτικής Μικράς Ασίας δολοφονήθηκαν και εκτοπίστηκαν, κατόπιν γερμανικών εισηγήσεων, με αποτέλεσμα η Ιωνία να χαρακτηριστεί ως ένα «απέραντο νεκροταφείο», ενώ όσοι πρόλαβαν να γλιτώσουν κατέφυγαν προσωρινά στα απέναντι ελληνικά νησιά, όπως τη Χίο και τη Λέσβο, μέχρι την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη το 1919. Ας επιστρέψουμε όμως στο κυρίως θέμα μας:

Η γενοκτονία των Ποντίων
Ποιοι είναι οι Πόντιοι και ποιες είναι οι προγονικές τους εστίες;
Ο Πόντος βρίσκεται στην βορειοανατολική πλευρά της Μικράς Ασίας. Όριά της στα δυτικά είναι η Παμφυλία, στον νότο οι λεγόμενες Ποντιακές Άλπεις, στα ανατολικά η Γεωργία και η Αρμενία στον Βορρά ο Εύξεινος Πόντος ή Μαύρη Θάλασσα. Σημαντικότερες πόλεις του είναι η Τραπεζούντα, η Σινώπη, Κερασούντα, η Σαμφούντα, η Αργυρούπολη, η Αμάσεια, η Σάντα, η Ριζούντα. Παμποντιακό δε προσκύνημα ήταν (και παραμένει ακόμη) η Παναγία η Σουμελά σε μία ορεινή περιοχή κοντά στην Τραπεζούντα, η οποία επανιδρύθηκε μετά τη μικρασιατική καταστροφή στο όρος Βέρμιο της Μακεδονίας.
Η περιοχή του Πόντου ήταν γνωστή στους αρχαίους Έλληνες από τους μυθικούς χρόνους. Εκεί πιστευόταν ότι κατοικούσαν οι Αμαζόνες, ενώ ο Ιάσων κατά την Αργοναυτική εκστρατεία προσάραξε την Αργώ στα παράλια της Σινώπης. Η πρώτη ελληνική αποικία του Πόντου, η Σινώπη, ιδρύθηκε από τους Μιλησίους τον 8ο αι. π.Χ., ενώ αργότερα ιδρύθηκε η Τραπεζούντα, την οποία ο Ξενοφών στην «Κύρου Ανάβαση» (401 π.Χ.) την αναφέρει ως «πόλη ελληνίδα οικουμένη εν τω Ευξείνω Πόντω».
Η ευρύτερη περιοχή του Πόντου ανήκε κατά την αρχαιότητα στην επικράτεια της περσικής αυτοκρατορίας, ενώ μετά τα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου έγινε μέρος του ελληνιστικού βασιλείου των Σελευκιδών. Κατά τους τρεις τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες αναπτύχθηκε στην περιοχή το ανεξάρτητο ελληνιστικό βασίλειο του Πόντου, ανταγωνιστικό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, με πρωτεύουσα την Αμάσεια και αργότερα τη Σινώπη. Τελικά το 63 π.Χ. ο Πόντος θα περάσει στη ρωμαϊκή κυριαρχία.
Μετά τον εκχριστιανισμό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τον βαθμιαίο εξελληνισμό της, οι Πόντιοι θα αποτελέσουν αναπόσπαστο τμήμα της βυζαντινής πλέον αυτοκρατορίας, της «Ρωμανίας» όπως μας είναι γνωστή στις μεσαιωνικές πηγές, αλλά και στην ποντιακή διάλεκτο. Αρκετές ποντιακής καταγωγής οικογένειες ανήκαν στην τάξη της βυζαντινής στρατιωτικής αριστοκρατίας όπως οι Γαβράδες, οι Λεκαπηνοί, αλλά και η αυτοκρατορική δυναστεία των Κομνηνών, που κατάγονταν από την περιοχή της Κασταμονής. Με την κατάλυση του βυζαντινού κράτους από τα στρατεύματα της Δ' Σταυροφορίας το 1204 οι αδελφοί Αλέξιος και Δαβίδ, απόγονοι της αυτοκρατορικής δυναστείας των Κομνηνών, ίδρυσαν στην περιοχή του Πόντου ανεξάρτητο βασίλειο, γνωστό και ως η «Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος» ή η «Αυτοκρατορία των Μεγάλων Κομνηνών». Τότε ο Πόντος θα γνωρίσει μεγάλη οικονομική ευμάρεια και πολιτιστική ακμή. Το λιμάνι της Τραπεζούντας αναπτύχθηκε ως κέντρο εμπορίου, με επαφές με Γενουάτες, Βενετούς και άλλους Δυτικούς εμπόρους. Οι δε Μεγαλοκομνηνοί ενδιαφέρθηκαν ιδιαίτερα για την καλλιέργεια των γραμμάτων και των τεχνών. Οι μονές του Πόντου έγιναν κέντρα πολιτιστικής ανάπτυξης, που προσέλκυσαν πολλούς λόγιους, καλλιτέχνες και επιστήμονες από την Κωνσταντινούπολη. Με σύμβολο τον μονοκέφαλο αετό και προστάτη τον Άγιο Ευγένιο, πολιούχο της Τραπεζούντας, οι Μεγαλοκομνηνοί διατήρησαν την αυτοκρατορία τους ως το 1461, οκτώ χρόνια μετά την άλωση της Κωνσταντινουπόλεως. Η Τραπεζούντα του Πόντου λοιπόν υπήρξε το τελευταίο ελεύθερο ελληνικό έδαφος που έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων κατά τον ύστερο Μεσαίωνα.
Η Τουρκοκρατία υπήρξε καταλυτική για τον ελληνισμό του Πόντου, όπως και για τον υπόλοιπο ελληνισμό. Ο χριστιανισμός βρέθηκε υπό διωγμό και μόνο τα μοναστήρια απέμειναν να στηρίζουν τον ελληνορθόδοξο πληθυσμό. Παρόλα αυτά, οι κάτοικοι του Πόντου εξακολουθούσαν στην πλειονότητά τους να παραμένουν Έλληνες χριστιανοί ορθόδοξοι. Το ελληνικό στοιχείο σταδιακά συγκεντρώθηκε στις περιοχές των μεταλλείων και στις παράλιες πόλεις, όπου λόγω της παραδοσιακής ειδίκευσή του στην μεταλλωρυχία και τη ναυπηγική αναδείχθηκε σε σημαίνοντα οικονομικό παράγοντα, κάτι που του εξασφάλιζε μία κάπως καλύτερη μεταχείριση από την πλευρά των Τούρκων κατακτητών. Στις εσωτερικές ωστόσο περιοχές του Πόντου οι συνθήκες διαβίωσης των χριστιανών ήταν σκληρότερες, ιδιαίτερα κατά το 17ο αι., όταν το καθεστώς των Τούρκων τοπικών δυναστών, ασκούσε ανεξέλεγκτη και ληστρική εξουσία στην ύπαιθρο. Συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί λοιπόν τότε εξαναγκάστηκαν σε εξισλαμισμό και εκτουρκισμό. Σε αρκετές περιοχές του δυτικού Πόντου οι Έλληνες έχασαν τη γλώσσα τους, όπως στην Πάφρα, διατήρησαν ωστόσο τη θρησκεία και την εθνική τους συνείδηση. Αντίθετα, στις περιοχές Τόνιας και Όφη, στον ανατολικό Πόντο, οι κάτοικοι έγιναν μουσουλμάνοι διατηρώντας όμως την ελληνική γλώσσα τους. Κάποιοι πάντως Πόντιοι φέρεται διατήρησαν κρυφά τη χριστιανική τους πίστη, οι λεγόμενοι «κρυπτοχριστιανοί». Άλλοι δε πολλοί Πόντιοι, μην αντέχοντας την καταδυνάστευση, μετανάστευσαν τα χρόνια εκείνα στη Ρωσία, την Κωνσταντινούπολη και αλλού.
Πάντως η εντατικοποίηση και κυρίως η συστηματοποίηση των διωγμών κατά του ποντιακού ελληνισμού έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα μετά την επικράτηση του κινήματος των Νεότουρκων του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος» . Οι Νεότουρκοι, με επικεφαλής τους Ενβέρ πασά, Ταλαάτ πασά και Τζεμάλ πασά υπήρξαν μεταρρυθμιστές οι οποίοι έκαναν κίνημα το 1908 εναντίον του σουλτάνου στην τουρκοκρατούμενη τότε ακόμα Θεσσαλονίκη, με σκοπό τον «εκσυγχρονισμό» του οθωμανικού κράτους. Σύνθημά τους ήταν το «Ελευθερία – Ισότης – Αδελφοσύνη», σύνθημα της Γαλλικής Επανάστασης, με εντελώς, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια, στρεβλό και παραποιημένο ιδεολογικό περιεχόμενο. Στόχος τους θεωρητικά ήταν να δημιουργήσουν ένα κράτος δυτικού και νεωτερικού τύπου, στη θέση της παρακμάζουσας αυτοκρατορίας τους, όπου μουσουλμάνοι, χριστιανοί και Εβραίοι θα ζούσαν -υποτίθεται- πλέον ειρηνικά και αρμονικά μεταξύ τους. Αυτή τη διακήρυξη πίστεψαν αρχικά, όπως ήταν φυσικό, και πολλοί Έλληνες των τουρκοκρατούμενων περιοχών. Ωστόσο, οι Νεότουρκοι, εμφορούμενοι από αρχές και ιδεώδη που πόρρω απέχουν από τις έννοιες του πολιτισμού και του ανθρωπισμού, μετά την επικράτησή τους πρωτοστάτησαν εκστρατεία εκκαθάρισης των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας από μη αρεστούς σε αυτούς λαούς και πληθυσμούς. Έτσι λοιπόν ξεκίνησαν οι διωγμοί των χριστιανικών πληθυσμών της επικράτειάς τους: των Ελλήνων, εν προκειμένω των Ποντίων και των λοιπών Μικρασιατών, των Αρμενίων και των Ασσυρίων.
Βεβαίως δεν ήταν η πρώτη φορά που το ελληνικό στοιχείο υφίστατο τα διωγμούς από την οθωμανική εξουσία, ενώ είναι γνωστό ότι καθ' όλη την Τουρκοκρατία οι Έλληνες, όπως και οι υπόλοιποι χριστιανοί, είχαν περιπέσει σε ένα κατώτερο νομικό καθεστώς, οιονεί δουλείας, έναντι των μουσουλμάνων κατοίκων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, εδώ υπάρχει μία ειδοποιός διαφορά: ακόμη και έτσι, οι Οθωμανοί ανέχονταν γενικά την ύπαρξη μη μουσουλμάνων στην επικράτειά τους, εφόσον ήταν «λαοί της Βίβλου», δηλαδή χριστιανοί ή Εβραίοι, με την υποχρέωση της καταβολής κεφαλικού φόρου, ώστε «να παραμένει το κεφάλι τους στη θέση του». Απεναντίας, οι Νεότουρκοι δεν αρκούνταν στην νομική ανωτερότητα των Τούρκων και εν γένει των μουσουλμάνων έναντι των υπολοίπων λαών της αυτοκρατορίας, αλλά απαιτούσαν ένα καθαρό από εθνολογική άποψη κράτος, απαλλαγμένο από μειονότητες και δη χριστιανικές, κάτι που θα γινόταν φυσικά δια της βίας.
Έτσι λοιπόν, στέλεχος των Νεοτούρκων ανέφερε: «Τα έθνη που απέμειναν από παλιά στην αυτοκρατορία μας μοιάζουν με ξένα και βλαβερά χόρτα που πρέπει να ξεριζωθούν. Να ξεκαθαρίσουμε τη γη μας. Αυτός είναι άλλωστε ο σκοπός της επανάστασής μας». Άλλος δε σημαίνων Νεότουρκος υποστήριζε: «Θέλω να ζήσει ο Τούρκος. Και θέλω να ζήσει μόνος σ' αυτά τα εδάφη και να είναι ανεξάρτητος. Εκτός των Τούρκων, τα άλλα στοιχεία να εξοντωθούν, άσχετα σε ποια θρησκεία ή πίστη ανήκουν. Αυτή η χώρα πρέπει να καθαρίσει από ξένα στοιχεία. Οι Τούρκοι πρέπει να κάνουν την εκκαθάριση». Το δε 1911 έγινε συνέδριο των Νεοτούρκων στη Θεσσαλονίκη όπου αποφασίζεται μεταξύ άλλων: «Αργά ή γρήγορα θα πρέπει να γίνει η πλήρης οθωμανοποίηση όλων των υπηκόων της Τουρκίας. Και είναι ολοκάθαρο ότι αυτό δεν μπορεί να γίνει με την πειθώ. Άρα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε ένοπλη βία..». Υπήρξε λοιπόν προπαρασκευή για εθνοκάθαρση.
Οι προτάσεις αυτές δεν είναι άσχετες με τις εισηγήσεις υψηλόβαθμων Γερμανών συμβούλων της Τουρκίας, που πριν και ιδίως κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου για εκκαθάριση των χριστιανικών πληθυσμών και δη των Ελλήνων και των Αρμενίων, θεωρώντας τους συμπαγείς χριστιανικούς πληθυσμούς ανάμεσά ως απειλή και τροχοπέδη για το μέλλον και την ευημερία της συμμάχου τους Τουρκίας. Ο σημαίνων ρόλος των Ελλήνων ομογενών και των Αρμενίων στην οθωμανική οικονομία ήταν ένας βασικός λόγος, αν και όχι ο μοναδικός, για να καταστούν αυτοί οι πληθυσμοί ανεπιθύμητοι για τους Νεότουρκους, λόγω των σχέσεων εξάρτησης που δημιουργούσε αυτή η πραγματικότητα. Σημειώνεται εδώ ο στενός εναγκαλισμός μεταξύ Γερμανίας και Τουρκίας κατά την εν λόγω περίοδο, ο οποίος εκδηλωνόταν μεταξύ άλλων και μέσα από την υπηρεσία στον οθωμανικό στρατό ανώτερων Γερμανών αξιωματικών όπως του φον Γκολτς πασά ή του διαβόητου Λίμαν φον Σάντερς, απηνή διώκτη του ελληνισμού της Ανατολής. Έχει δε διαπιστωθεί η ύπαρξη κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στην Τουρκία Γερμανών συνδέσμων - αξιωματικών, κάποιοι μάλιστα εκ των οποίων πόζαραν μπροστά στα πτώματα χριστιανών, ορισμένοι δε έχουν κατηγορηθεί για συμμετοχή σε υψηλές θέσεις στα μετέπειτα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κατά την ναζιστική περίοδο.
Στο πλαίσιο αυτό οι Έλληνες του Πόντου και της Μικράς Ασίας γενικότερα συχνά καλούνταν για «ανάκριση» και μετά δεν γύριζαν πίσω. Όλοι δε οι νέοι καλούνταν για «κατάταξη στον τουρκικό στρατό», ποτέ όμως δεν κατατάσσονταν ως στρατιώτες (γι' αυτό μάλιστα σε κάποια μικρασιάτικα σπίτια υπήρχαν κρύπτες καταφυγής για τους «φυγόστρατους» Έλληνες). Οι Τούρκοι τους έβαζαν να εκτελούν καταναγκαστικά έργα κάτω από άθλιες και εξοντωτικές συνθήκες. Τα «αμελέ ταμπουρού» ήταν τάγματα εργασίας ή στην πραγματικότητα τάγματα θανάτου, όπου βρήκαν τον θάνατο χιλιάδες Έλληνες και διάφοροι άλλοι χριστιανοί της Ανατολής, πληρώνοντας έναν βαρύ φόρο αίματος. Οι Νεότουρκοι λοιπόν υπήρξαν κατά πολλούς πρόδρομοι του Αδόλφου Χίτλερ, υπό την έννοια ότι ξεκίνησαν την συστηματική εξόντωση ολόκληρων πληθυσμών με μόνο κριτήριο την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα. Η κυριότερη μέθοδος εξόντωσής τους ήταν οι λεγόμενες «πορείες θανάτου»: «Οι Τούρκοι εκτόπιζαν και εξόριζαν τους Έλληνες μέσα στη βαρύτερη κακοκαιρία, χωρίς να τους επιτρέψουν να παραλάβουν ούτε τρόφιμα ούτε στρώματα. Τα κυβερνητικά όργανα που συνόδευαν τους εκτοπισμένους δεν επέτρεπαν στα θύματά τους να σταθμεύουν σε κατοικημένα μέρη, αλλά μόνο σε μέρη έρημα και εκτεθειμένα στις καιρικές συνθήκες. Ο σκοπός ήταν διπλός: αφενός να μην μπορούν να στεγαστούν και αφετέρου να μην μπορούν να αγοράσουν τρόφιμα. Δεν τους επέτρεπαν για κανένα λόγο να δώσουν βοήθεια στους γέρους γονείς ή στα ανήλικα παιδιά και τους αρρώστους, οι οποίοι εγκαταλείπονταν στα φαράγγια και στα δάση και πέθαιναν από την πείνα ή αποτελειώνονταν από τη λόγχη των Τούρκων. Σε διάφορα μέρη της χώρας ιδρύθηκαν λουτρώνες. Τα κυβερνητικά και αστυνομικά όργανα που οδηγούσαν τους εκτοπισμένους ανάγκαζαν τους δυστυχείς, για λόγους δήθεν υγιεινής, να λουστούν. Έβαζαν κατά εκατοντάδες άνδρες, γυναίκες και παιδιά στα λουτρά, γυμνούς με θερμοκρασία 40 βαθμών, ενώ λεηλατούσαν τα ενδύματά τους. Όσοι έβγαιναν από το λουτρό αναγκάζονταν να παρατάσσονται στο χιόνι και με θερμοκρασία κάτω του μηδενός να περιμένουν την επίσκεψη του αστυνόμου για καταμέτρηση, ο οποίος δεν ερχόταν ποτέ πριν από τη μία ώρα. Έπειτα άλλη μία ώρα περίμεναν γιατρό για ιατρική επιθεώρηση. Κατά την επιθεώρηση χαρακτηρίζονταν άρρωστοι οι νεώτεροι και υγιέστεροι, οι οποίοι θανατώνονταν κατά την αποστολή στο νοσοκομείο». Όλα αυτά βεβαίως μας θυμίζουν ναζιστικές πρακτικές που έλαβαν χώρα στα σκοτεινά χρόνια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Οι Έλληνες Πόντιοι φυσικά δεν μπορούσαν να παραμένουν απλοί παρατηρητές στην μαζική αυτή δολοφονία των ιδίων και των οικογενειών τους. Έτσι αναγκάστηκαν να καταφύγουν στον ένοπλο αγώνα. Π.χ. στις 17 Δεκεμβρίου του 1917 οι κάτοικοι της Σάντας αποφάσισαν την ίδρυση αντάρτικων ομάδων για να προστατευτούν από τις επιθέσεις που διενεργούσαν κατά καιρούς τουρκικές συμμορίες. Στο δε αντάρτικο αγώνα συμμετείχαν ακόμη και γυναίκες. Το ποντιακό αντάρτικο στην ακμή του ξεπερνούσε τους 18.000 ενόπλους, χωρισμένους σε 300 αντάρτικες ομάδες. Και όλα αυτά στην πραγματικότητα χωρίς καμία βοήθεια από το ελληνικό κράτος. Οι σημαντικότεροι Πόντιοι οπλαρχηγοί ήταν οι Σάββας Καρασαββίδης, Λάζαρος Παπαδόπουλος, Στέλιος Κοσμίδης, Βαγγέλης Ιωαννίδης, Βασίλης Τσαουσίδης, Αντών πασάς, Αναστάσιος Παπαδόπουλος, γνωστός και ως Κοτσά Αναστάς, κ.ά.
Το δε 1916 και για δύο χρόνια η Τραπεζούντα, καθώς και άλλες περιοχές του Πόντου κατελήφθησαν από τα ρωσικά στρατεύματα, τα οποία και παρέμειναν εκεί για δύο χρόνια, ενώ κατά την αποχώρησή τους το 1918 τους ακολούθησε ένα σημαντικό τμήμα του εκεί ελληνικού πληθυσμού, φοβούμενο τα τουρκικά αντίποινα. Οι Ρώσοι φέρθηκαν καλά στον ελληνικό πληθυσμό της περιοχής και αναγνώρισαν ως νόμιμη αυτόνομη αρχή την «Προσωρινή Κυβέρνηση της Τραπεζούντος» υπό τον μητροπολίτη Χρύσανθο Φιλιππίδη, μετέπειτα αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Υπήρξαν δε διαπραγματεύσεις των Ποντίων με τους Αρμενίους είτε για ελληνο-αρμενικό ομόσπονδο κράτος στην περιοχή είτε να υπαχθεί ο ανατολικός τουλάχιστον Πόντος στην Αρμενία. Τελικά οι Τούρκοι πρόλαβαν τις εξελίξεις, αφού στις 19 Μαΐου 1919 ένας εκ των σημαινόντων Νεότουρκων αξιωματικών, ο Μουσταφά Κεμάλ, ο μετέπειτα επονομαζόμενος Ατατούρκ (δηλαδή πατέρας των Τούρκων), θα αποβιβαστεί στη Σαμψούντα και έκτοτε εισερχόμαστε στην τελευταία και δραματικότερη φάση της γενοκτονίας του ποντιακού ελληνισμού. Γι' αυτό το λόγο και η 19η Μαΐου ορίστηκε από τη βουλή ως ημέρα μνήμης για τη γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού, ενώ, στον αντίποδα, η ημερομηνία αυτή εορτάζεται από τους Τούρκους ως ημέρα Νεολαίας και Αθλητισμού. Σημειώνεται δε ότι το κλειστό στάδιο της Τραπεζούντας, στο οποίο αγωνίστηκε πρόσφατα η γυναικεία ομάδα βόλλευ του Πανναξιακού (11-11-2015), φέρει το όνομα "Trabzon 19 Mayıs Spor Salonu".
Δεν υπάρχει λόγος να εκθέσουμε αναλυτικά τα θηριωδίες των Νεότουρκων εις βάρος των Ποντίων, ιδίως από κατά την περίοδο 1919-1922, στις οποίες πρωτοστατούσε ο διαβόητος Τοπάλ Οσμάν. Στην υπάρχουσα βιβλιογραφία παρατίθενται πάμπολλες φρικιαστικές λεπτομέρειες αναφορικά με τα εγκλήματα αυτά σε βάρος των αμάχων ελληνικών και γένει χριστιανικών πληθυσμών της περιοχής του Πόντου και της ευρύτερης Ανατολής. Αυτό πάντως που αποκομίζουμε, σύμφωνα με όλα τα διαθέσιμα στοιχεία, είναι ότι υπήρξε μία συστηματική, μεθοδευμένη, προγραμματισμένη και προμελετημένη προσπάθεια εξόντωσης ολόκληρων πληθυσμών με μόνο κριτήριο την εθνική και θρησκευτική τους ταυτότητα: την ελληνική και χριστιανική. Επισημαίνεται δε ότι στη σύμβαση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την πρόληψη και καταστολή του εγκλήματος της γενοκτονίας αναφέρεται ρητώς ότι ως γενοκτονία νοείται ως: οιαδήποτε εκ των κατωτέρω πράξεων, ενεργουμένη με την πρόθεσιν ολικής η μερικής καταστροφής ομάδος, εθνικής, εθνολογικής, φυλετικής ή θρησκευτικής:
α) Φόνος μελών της ομάδος.
β) Σοβαρά βλάβη της σωματικής ή διανοητικής ακεραιότητας των μελών της ομάδος.
γ) Εκ προθέσεως υποβολή της ομάδος εις συνθήκας δυναμένας να επιφέρωσιν την πλήρην η την μερικήν σωματικήν καταστροφής αυτής.
δ) Μέτρα αποβλέποντα εις την παρεμπόδισιν των γεννήσεων εις τους κόλπους ορισμένης ομάδος.
ε) Αναγκαστική μεταφορά παίδων εις ετέραν ομάδαν.
Ως εκ τούτου δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το κατά πόσον ο όρος «γενοκτονία» είναι δόκιμος για την περίπτωση της εξόντωσης των 353.000 Ελλήνων Ποντίων από τους Νεότουρκους του Κεμάλ Ατατούρκ. Η δε Βουλή των Ελλήνων μάλιστα έχει καθιερώσει από το 1994 την 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης του ποντιακού ελληνισμού.
Όσοι πάντως Πόντιοι διασώθηκαν, περίπου ένας στους δύο, άλλοι κατέφυγαν στα εδάφη της τότε Σοβιετικής Ένωσης, όπου και εκεί υπέστησαν αργότερα διώξεις, και άλλοι, με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1923, στην Ελλάδα, ως επί το πλείστον στη Μακεδονία. Εκεί έφτιαξαν ξανά τα σπιτικά τους, μην ξεχνώντας ωστόσο ποτέ την ιδιαίτερη πατρίδα τους, τον τόπο καταγωγής τους. Ακόμη και σήμερα, έναν περίπου αιώνα μετά, συχνά οι νέοι Πόντιοι διατηρούν ακόμη άσβεστη την φλόγα του ποντιακού ελληνισμού, μέσα από την διαφύλαξη των παραδόσεών τους και την καλλιέργεια της ιδιαίτερης πολιτισμικής τους ταυτότητας, όσο ίσως κανένα άλλο κομμάτι του ελληνισμού.
Σε συνεργασία δε με τους απογόνους άλλων Ελλήνων της Ανατολής που υπήρξαν θύματα της νεοτουρκικής ιδεολογίας, όπως τους Ίωνες ή του Ανατολικοθρακιώτες, αλλά και με άλλους χριστιανικούς λαούς που υπέστησαν και αυτοί τα πάνδεινα, τους Αρμένιους και τους Ασσύριους, έχουν γίνει προσπάθειες τα τελευταία χρόνια να αναδειχθεί το μέγεθος της γενοκτονίας κατά των χριστιανών της Ανατολής στο σύνολό τους. Έτσι με το σύνθημα «Τρεις γενοκτονίες, μία στρατηγική» οι Έλληνες, οι Αρμένιοι και οι Ασσύριοι συντονίζονται σε ένα κοινό μέτωπο με σκοπό την να πειστεί η γείτων χώρα, ώστε να αναλάβει τις ευθύνες της.

Η γενοκτονία των Αρμενίων
Οι Αρμένιοι από την άλλη είναι αδελφός λαός με τους Έλληνες, έχοντας βιώσει από κοινού τις τουρκικές θηριωδίες ανά τους αιώνες. Οι Αρμένιοι, όπως και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, υπήρξαν προσφιλής στόχος ακραίων τουρκικών στοιχείων, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την πυρπόληση της Σμύρνης το 1922, πρώτα της αρμενικής συνοικίας και έπειτα της ελληνικής. Ποιοι όμως είναι οι Αρμένιοι;
Οι Αρμένιοι είναι αρχαίος λαός ο οποίος πιστεύεται ότι είναι συγγενικός των Ιρανών. Η Αρμενία αποτελεί χώρα ευρισκόμενη νοτίως του Καυκάσου. Δεν θα πρέπει να συγχέεται Αρμενία στην ιστορική της διάσταση με τη σημερινή Δημοκρατία της Αρμενίας, που αποτελεί μετεξέλιξη της πρώην σοβιετικής σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αρμενίας, τμήματος της ΕΣΣΔ που ανεξαρτητοποιήθηκε το 1991. Τα ελεύθερα αρμενικά εδάφη αποτελούν ένα μικρό ποσοστό επί  των ιστορικά αρμενικών εδαφών, κατάλοιπα της ρωσικής κυριαρχίας στην περιοχή, ενώ, στον αντίποδα, εντός της τουρκικής επικράτειας βρίσκονται τα ιστορικότερα μνημεία της αρμενικής ιστορίας, οι πόλεις όπως το Άνι και η Βαν, καθώς και το όρος Αραράτ, «αποκαθαρμένες» σήμερα από τον αυτόχθονα αρμενικό πληθυσμό.
Ήδη πάντως από το 515 π.Χ. γίνεται μνεία σε περσική γραφή στον όρο «Αρμενία». Η Αρμενία είχε ενταχθεί στην περσική αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών και αργότερα περιήλθε στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των επιγόνων του. Για ένα διάστημα  οι Αρμένιοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν δικό τους κράτος (2ος – 1ος αι. π.Χ.),  με επιφανέστερο ηγεμόνα τον Τιγράνη τον Β΄, το οποίο όμως κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, αποτελώντας ανάχωμά τους στις εδαφικές τους διενέξεις με τους  γείτονές τους Πέρσες. Κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο η Αρμενία διαιρέθηκε ανάμεσα στους δύο παραπάνω ισχυρούς γείτονες. Σημαντική δε χρονολογία θεωρείται το 301 μ.Χ., όταν η Αρμενία εκχριστιανίστηκε επισήμως, αποτελώντας το πρώτο στην ιστορία χριστιανικό κράτος. Επίσης, το 451 έλαβε χώρα η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος, όπου καταδικάστηκε το χριστολογικό δόγμα που πρέσβευε η Αρμενική Εκκλησία, εκείνο του μονοφυσιτισμού, με αποτέλεσμα έκτοτε η Αρμενική Εκκλησία και το ορθόδοξο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως να ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους. Σημαντικός πάντως αριθμός Αρμενίων, πολλοί εκ των οποίων στρατιώτες, θα εγκατασταθεί κατά τη βυζαντινή περίοδο στη Μικρά Ασία, ακόμα και στον κυρίως ελλαδικό χώρο. Κατά δε τα χρόνια της αραβικής επέκτασης η Αρμενία θα δεχτεί καταστροφικές επιδρομές από τους επελαύνοντες μουσουλμάνους (7ος – 8ος αι.). Από τον δε 9ο έως τον 11ο αιώνα η Αρμενία, συμμαχώντας συχνά με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία (της οποίας μάλιστα κάποιοι αυτοκράτορες ήταν αρμενικής καταγωγής), θα γνωρίσει νέα περίοδο ακμής. Με την προσάρτηση ωστόσο στα μέσα του 11ου αιώνα της Αρμενίας στη βυζαντινή επικράτεια, η χώρα αυτή θα πάψει να αποτελεί ανάχωμα στις κατά καιρούς επιδρομές τουρκικών φύλων, κάτι που θα συμβάλει στην κατάληψη του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας από τους Σελτζούκους Τούρκους μετά τη μάχη του Ματζικέρτ (1071). Λόγω των τουρκικών πιέσεων πολλοί Αρμένιοι θα καταφύγουν στην Κιλικία, όπου και θα ιδρύσουν το κράτος της Μικράς Αρμενίας (1080-1375), το οποίο και θα αναπτύξει στενές σχέσεις με τους Φράγκους. Εν τέλει η Αρμενία θα καταληφθεί στο σύνολό της μέχρι τα μέσα του 16ο αιώνα από τους Οθωμανούς Τούρκους, ενώ κατά τον 17ο αιώνα θα λάβει χώρα διαμελισμός της ανάμεσα στο οθωμανικό και στο περσικό κράτος. Τον 18ο αιώνα, όπως και οι Έλληνες, έτσι και οι Αρμένιοι, θα επαναστατήσουν εναντίον των Τούρκων, τρέφοντας φρούδες ελπίδες για βοήθεια από τη Ρωσία. Κάποιες ελπίδες για απελευθέρωση της Αρμενίας από τους Ρώσους κατά την περίοδο που ελάμβανε χώρα η Ελληνική Επανάσταση έσβησαν, όταν το οθωμανικό κράτος απέστειλε Κούρδους ενόπλους για να καταστείλει τον αρμενικό πληθυσμό. Στα τέλη πάντως του 19ου αιώνα ιδρύθηκαν από Αρμένιους της διασποράς επαναστατικές επιτροπές για την απελευθέρωση της Αρμενίας από τους Τούρκους.
Μία πρώτη φάση διώξεων κατά των Αρμενίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας έλαβε χώρα επί σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ, την περίοδο 1895-1896. Oι διωγμοί κατά των Αρμενίων θα συνεχιστούν και κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου, από το 1914, και θα εντατικοποιηθούν, όπως και εκείνοι κατά των Ελλήνων Μικρασιατών και δη των Ποντίων. Δεν υπάρχει λόγος να επαναλάβουμε με λεπτομέρεια τις αναφορές μας στις τουρκικές φρικαλεότητες που έλαβαν χώρα και εις βάρος του χριστιανικού αυτού λαού. Τα ίδια δεινά που τράβηξαν οι Πόντιοι και οι λοιποί Έλληνες της Μικράς Ασίας υπέστησαν και οι Αρμένιοι. Ορόσημο της αρμενικής γενοκτονίας θεωρείται η 24η Απριλίου 1915, όταν οι τουρκικές αρχές συνέλαβαν, φυλάκισαν και απαγχόνισαν την ηγεσία των Αρμενίων της Κωνσταντινούπολης. Έτσι ξεκίνησε το αιματηρότερο στάδιο της αρμενικής γενοκτονίας, με τη συνεπακόλουθη εθνοκάθαρση, την εκκαθάριση των Αρμενίων από τις προγονικές τους εστίες στο Ερζερούμ, το Βαν, το Μπιτλίς, το Καρς, το Αρτναχάν και από άλλες πόλεις της σημερινής ανατολικής Τουρκίας. Σώθηκαν μόνο όσοι πρόλαβαν να φύγουν προς χώρες της Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, καθώς και όσοι βρέθηκαν υπό ρωσική κυριαρχία κατά τον διαμελισμό της πατρίδας τους ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ρώσους το 1918. Τη θέση της υπό ρωσική κατοχή Αρμενίας πήρε, όπως προαναφέρθηκε, η σοβιετική σοσιαλιστική Δημοκρατία της Αρμενίας, της οποίας σήμερα διάδοχος είναι η Δημοκρατία της Αρμενίας, με πρωτεύουσα το Ερεβάν.
Υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα 1.500.000 Αρμένιοι, από τα 3.000.000 που υπήρχαν στην περιοχή, δηλαδή περίπου ένας στους δύο, όπως και στην περίπτωση των Ποντίων. Η αρμενική γενοκτονία είχε ως συνέπεια την αρμενική διασπορά. Σημαντικός αριθμός Αρμενίων προσφυγοποιήθηκε και μετανάστευσε σε διάφορες χώρες του κόσμου, με σημαντικότερες αρμενικές κοινότητες να υπάρχουν σήμερα στον Λίβανο, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τις ΗΠΑ, την Αργεντινή κ.α..
Στην Ελλάδα διαβιούν 50.000 περίπου Αρμένιοι του προσφυγικού αυτού κύματος, οι οποίοι έχουν εν μέρει εξελληνιστεί. Αρμένιοι αυτής της κατηγορίας εντοπίζονται στη Θράκη και γενικότερα στη βόρεια Ελλάδα και κυρίως σε προάστια της Αθήνας και του Πειραιά, όπως στην Νίκαια, την Κοκκινιά, τον Νέο Κόσμο και τον Καρέα. Μία μάλιστα οικογένεια Αρμενίων προσφύγων είχε εγκατασταθεί στη Νάξο, η οικογένεια Αβεντισιάν. Η πλειονότητα των εν Ελλάδι Αρμενίων ανήκει στη μονοφυσιτική Αποστολική Αρμενική Εκκλησία, ενώ ένα λιγότερο του 10% φέρεται να ανήκει στην Αρμενοκαθολική Εκκλησία, κάτι αντίστοιχο με την Ελληνόρρυθμη Καθολική ή «Ουνιτική» Εκκλησία. Τα τελευταία δε χρόνια το αρμενικό στοιχείο της χώρας μας έχει ενισχυθεί με την έλευση και κάποιου αριθμού μεταναστών από το εναπομείναν κομμάτι της Αρμενίας, τη Δημοκρατίας της Αρμενίας. Σημειώνεται ότι οι ομιλούντες σήμερα Ελλαδίτες Αρμένιοι την αρμενική γλώσσα των παππούδων τους αντιμετωπίζουν δυσκολία επικοινωνίας με τους Αρμενίους της Δημοκρατίας της Αρμενίας, δεδομένου ότι οι μεν ομιλούν την δυτικοαρμενική διάλεκτο των περιοχών που ανήκουν σήμερα στην Τουρκία, οι δε την ανατολικοαρμενική διάλεκτο της ελεύθερης Αρμενίας. Θεωρείται δε ότι σημαντικός αριθμός Αρμενίων έχει εκτουρκιστεί, αλλά και «εκκουρδιστεί», στο πέρασμα του χρόνου, ένεκα των διώξεων που υπέστη αυτός ο λαός στο πέρασμα του χρόνου, λόγω της χριστιανικής του θρησκείας, ενώ κάποιοι από αυτούς πιστεύεται ότι είναι κρυπτοχριστιανοί.

Η γενοκτονία των Ασσυρίων
Ένας άλλος λαός που υπέστη τα πάνδεινα από τους Νεότουρκους και διώκεται ακόμη και σήμερα, αυτή τη φορά από τους τζιχαντιστές, είναι οι Ασσύριοι. Οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζουν ότι οι Ασσύριοι είναι ένας αρχαίος λαός, που μαζί με τους Σουμμέριους, τους Βαβυλώνιους και άλλους λαούς της Μεσοποταμίας ανέπτυξαν από την πολύ πρώιμη αρχαιότητα ένα αξιόλογο πολιτισμό, αλλά και μία ολόκληρη αυτοκρατορία. Δεν είναι ωστόσο στο ίδιο βαθμό γνωστό ότι οι Ασσύριοι αποτελούν ένα χριστιανικό έθνος που επιβιώνει μέχρι σήμερα.
Οι Ασσύριοι ανήκουν στις λεγόμενες ανατολικές χριστιανικές εκκλησίες και ασπάζονται το δόγμα του Νεστοριανισμού, το οποίο καταδικάστηκε στην Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο στην Έφεσο το 431. Ο αριθμός των Νεστοριανών Ασσυρίων δεν φαίνεται να ξεπερνά το μισό εκατομμύριο, ενώ υπάρχει και μία άλλη κατηγορία Ασσυρίων, εκείνη των Χαλδαίων ή Συρο-Χαλδαίων, που υπολογίζονται σχεδόν σε άλλους τόσους. Αυτοί διατηρούν του ασσυριακό-νεστοριανό λειτουργικό τυπικό, υπαγόμενοι ωστόσο στη Δυτική Εκκλησία, κάτι ανάλογο με τους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς ή «Ουνίτες», των Καθολικών το δόγμα που διατηρούν την ορθόδοξη λειτουργική παράδοση.
Τον 19ο και στις αρχές του 20ού αιώνα οι Ασσύριοι αριθμούσαν περί τα 3,5 με 4 εκατομμύρια ψυχές και κατοικούσαν στις ανατολικές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στο Ιράκ, τη Συρία, το Ιράν και τον ρωσικό Καύκασο (Αρμενία και Γεωργία). Κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ασσύριοι, όπως και οι Μικρασιάτες και οι Αρμένιοι υπήρξαν τα θύματα συστηματικών εθνικο-θρησκευτικών εκκαθαρίσεων από τους Νεότουρκους. Όπως οι Αρμένιοι, έτσι κι αυτοί ονειρεύονταν να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό και να αποκτήσουν την αυτονομία τους. Μάλιστα η συνθήκη των Σεβρών το 1920 προέβλεπε μια σχετική αυτονομία για τους Ασσυρίους, οι αντιπροσωπείες των οποίων είχαν συμμετάσχει στις διασκέψεις ειρήνης με αίτημα την ίδρυση ενός ασσυριακού κράτους, που τους είχε υποσχεθεί η Βρετανία από το 1917. Ωστόσο, η συνθήκη της Λωζάννης το 1923 έθεσε τέλος στο όνειρο της ανεξαρτησίας τόσο των Ασσυρίων, όσο και των Αρμενίων, αλλά και των Κούρδων, όλοι τους θύματα των γεωπολιτικών σχεδιασμών και του διαμοιρασμού της Μέσης Ανατολής ανάμεσα στην κεμαλική Τουρκία, τη Γαλλία (εντολή σε Συρία και Λίβανο) και την Βρετανία (εντολή στο Ιράκ, την Υπεριορδανία και την Παλαιστίνη).
 Όταν λοιπόν αναφερόμαστε στη Γενοκτονία των Ασσυρίων, εννοούμε κυρίως τη μαζική σφαγή του ασσυριακού πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ο ασσυριακός πληθυσμός της άνω Μεσοποταμίας (Τουρ Αμπντίν, Χάκαρι, Βαν, Σιίρτ, δηλαδή περιοχές της σημερινής νοτιοανατολικής Τουρκίας και της Ούρμια, περιοχή του βορειοδυτικού Ιράν) εκτοπίστηκε διά της βίας και σφαγιάστηκε από τις τουρκικές και κουρδικές δυνάμεις μεταξύ του 1914 και του 1920, κατά τον ίδιο τρόπο όπως οι Πόντιοι και οι Αρμένιοι. Ευρισκόμενοι ανάμεσα σε δύο πυρά, αφενός τη ρωσική προέλαση και αφετέρου τις δυνάμεις του οθωμανικού στρατού, εγκαταλείφθηκαν, όπως και οι λοιποί χριστιανοί της περιοχής, στην τύχη τους, μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης, προφανώς λόγω της επιτακτικής ανάγκης των μπολσεβίκων για ανακωχή με τις Κεντρικές Δυνάμεις, με σκοπό την επικράτησή τους στο εσωτερικό μέτωπο. Οι εκτιμήσεις σχετικά με τον συνολικό αριθμό των νεκρών Ασσυρίων κατά τη διάρκεια των εν λόγω τουρκικών διωγμών ποικίλουν: ορισμένες εκθέσεις εκτιμούν τον αριθμό των θυμάτων στις 250.000, αν και πρόσφατες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στις 500.000 με 750.000. Έκτοτε οι Ασσύριοι θα διασκορπιστούν και σε άλλες χώρες: την ΕΣΣΔ, τη βόρεια Συρία και το σημερινό Ιράκ, ακόμα και στην Ελλάδα, όπου υπάρχει ακόμη και σήμερα μικρή ασσυριακή κοινότητα, με επίκεντρο το Αιγάλεω. Ωστόσο, οι δοκιμασίες των Ασσυρίων δεν σταμάτησαν εδώ, αφού οι διωγμοί του χριστιανικού αυτού λαού συνεχίστηκαν από την ιρακινή πλευρά των συνόρων, με αποκορύφωμα την 7η Αυγούστου του 1933, όταν έλαβε χώρα η «σφαγή του Σίμελε», η οποία έχει οριστεί και ως επέτειος μνήμης της γενοκτονίας των Ασσυρίων.

Η εθνοκάθαρση των χριστιανών της Ανατολής τότε και σήμερα
Σήμερα, έναν αιώνα μετά τους διωγμούς των χριστιανικών λαών της Ανατολής από το τους Νεότουρκους, οι Ασσύριοι βρίσκονται πάλι εν διωγμώ, αυτή τη φορά από το Ισλαμικό Κράτος και τους λοιπούς ισλαμιστές που υποθάλπτονται και ενισχύονται από το τουρκικό κράτος, ενώ η «χριστιανική» Δύση για ακόμα φορά κάνει τα «στραβά μάτια», όπως το 1922, όταν πληρώματα των ναυλοχούντων δυτικών πολεμικών πλοίων στη Σμύρνη, όχι μόνο δεν βοήθησαν τους ομόθρησκούς τους, Έλληνες και Αρμένιους, να σωθούν από το τουρκικό μαχαίρι και την φωτιά, αλλά, απεναντίας, έριχναν ζεματιστό λάδι και έκοβαν τα χέρια όσων επιχειρούσαν να ανέβουν στα πλοία τους για να σωθούν. Σήμερα το σκηνικό αυτό κατά κάποιο τρόπο επαναλαμβάνεται: η Τουρκία, όπως και τότε χαίρει ασυλίας, λόγω προφανώς της πολύ σημαντικής γεωστρατηγικής της θέσης, ως ανάχωμα της Ρωσίας προς τα θερμά ύδατα του Νότου, και από την άλλη το ακραίο σουνιτικό Ισλάμ εξαπλώνεται, ενώ οι ανατολικοί χριστιανικοί λαοί διώκονται και συρρικνώνονται υπό την πίεση της ισλαμιστικής επιθετικότητας.
Αυτού του είδους οι εθνοκαθάρσεις των ανατολικών χριστιανικών πληθυσμών δεν λαμβάνουν σήμερα χώρα για πρώτη φορά από το 1922 στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και των Βαλκανίων. Οι διωγμοί των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου το 1942, το 1955, το 1964, το 1974, όπως και η εθνοκάθαρση από το ελληνικό στοιχείο της κατεχόμενης βόρειας Κύπρου το 1974, εντάσσονται κατά τη γνώμη μου στο ίδιο πλαίσιο. Κάτι παρόμοιο θεωρώ ότι συνέβη και στα δυτικά Βαλκάνια τη δεκαετία του '90 με την εκδίωξη του χριστιανικού - σερβικού στοιχείου από το μεγαλύτερο μέρος του Κοσσυφοπεδίου και από μέρος της Βοσνίας, ελέω νατοϊκών βομβαρδισμών.
Σήμερα Άραβες χριστιανοί ορθόδοξοι, σιίτες, αλαουίτες, μαρωνίτες, Αρμένιοι, Ασσύριοι, αλλά και Κούρδοι (σουνίτες, αλεβίτες και Γεζίντι), αν και αλλόφυλοι, ετερόδοξοι ή και ετερόθρησκοι συνεργάζονται μεταξύ τους και συσπειρώνονται, ευρισκόμενοι στο στόχαστρο του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας σουνιτικών φονταμενταλιστικών κύκλων, που έχουν μεταβάλει τη Μέση Ανατολή σε ένα απέραντο νεκροταφείο και σε έναν απέραντο προσφυγικό καταυλισμό. Ο αγώνας για την ανθρώπινη ελευθερία και την αξιοπρέπεια δεν γνωρίζει χρώμα, γλώσσα, θρησκεία, αλλά αποτελεί πανανθρώπινο δικαίωμα και καθήκον.
Εμείς από την πλευρά μας, έχοντας την τύχη να βρισκόμαστε μακριά από τα πεδία των μαχών της Συρίας και του Ιράκ, στην (προσωρινή τουλάχιστον) ασφάλεια της Ευρώπης, οφείλουμε να μην ξεχνάμε την ιστορία μας και τους δολοφονημένους προγόνους μας, όχι με διάθεση αντεκδίκησης, αλλά με σκοπό την αποτροπή της επανάληψης παρόμοιων εγκλημάτων στο μέλλον, πρακτική που άλλωστε ακολουθείται και στην περίπτωση των Εβραίων και των λοιπών θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας. Σκοπός μας θα πρέπει να είναι η εμπέδωση της ειρήνης, της συναδέλφωσης, της ευημερίας και της αρμονικής συνύπαρξης των λαών στην περιοχή. Και αυτό περνάει μέσα από την αναγνώριση από τον θύτη, την Τουρκία, των εγκλημάτων που διαπράχθηκαν πριν από έναν αιώνα, ώστε να εμπεδωθεί επιτέλους ένα αίσθημα δικαιοσύνης, και να αποκτήσει η γειτονιά μας μία άλλη, ευοίωνη προοπτική.

Βιβλιογραφία
Αγαμπατιάν Σ., «Ασσύριοι: ένα αδελφό έθνος υπό διωγμόν», Αρμενικά 85 (Απρίλιος – Ιούνιος 2015), http://www.armenika.gr/genoktonia/125-istoriko/669-assyrioi.
Αγτζίδης Β., Πόντος. Ένα ανοιχτό ζήτημα, Αθήνα, Εναλλακτικές Εκδόσεις, 1996.
Ο ίδιος, «Ποιοι Νεότουρκοι;», Αυγή (9 Οκτωβρίου 2015), http://www.avgi.gr/article/10811/5922138/poioi-neotourkoi.
Καρκαλέτσης Σ., Το ποντιακό αντάρτικο και η γενοκτονία. Μονογραφία του περιοδικού «Στρατιωτική Ιστορία», Αθήνα, Εκδόσεις Περισκόπιο, 2007.
Κερκίδης Σ., «Η Αρμενία από την αρχαιότητα μέχρι τη γενοκτονία. Σύνοψη ιστορικής διαδρομής», στο: Μ.Γ. Σέργης – Ελ.Κ. Χαρατσίδης – Γαρυφ. Γ. Θεοδωρίδου – (επιμ.), Από το Αραράτ στον Όλυμπο. Θέματα αρμενικής λαογραφίας, Θεσσαλονίκη, Εκδοτικός Οίκος Σταμούλη, 2015, σσ. 73-94.
Ροδάς Μ., Πώς η Γερμανία κατέστρεψε τον Ελληνισμό της Μικράς Ασίας, Μυτιλήνη 1916 (επανέκδοση Αθήνα, Εκδόσεις Παρουσία, 1995).
Χασιώτης Ι., Αρμένιοι και Έλληνες στις μεγάλες κρίσεις του Ανατολικού Ζητήματος (1856-1914), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, 2015.
Horton G. Η μάστιγα της Ασίας, μετάφραση Β. Σολωμονίδου, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2000.
United States Holocaust Memorial Museum, Τι είναι η γενοκτονία;, https://www.ushmm.org/wlc/el/article.php?ModuleId=10007043.
https://kars1918.wordpress.com.
http://mikrasiatis.gr.
http://www.armeniangenocide100.gr.
http://www.armenika.gr.
http://www.assyrians.gr.
http://www.pontos-news.gr.
https://pontosandaristera.wordpress.com.

Θανάσης Κωτσάκης
Δρ Ιστορίας
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Φλέα 52 (Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2016), σελ. 9-20.

Δεν υπάρχουν σχόλια: