ΕΝΑ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΦΥΤΩΡΙΟ Κωστή Μπαστιά Οι αγρυπνίες τού Αγίου Ελισαίου σταθήκανε φυτώριο. Μέσα στο ταπεινό αυτό εκκλησάκι, στους Αγέρηδες, το ιδιωτικό, το ανύπαρκτο τώρα πια, αφού το γκρέμισε η σκαπάνη της οικονομικής σκοπιμότητας, ο Όσιος παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης και μία πλειάδα ταπεινών ορθοδόξων Χριστιανών, είχανε οργανώσει αυτές τις αγρυπνίες. Λειτουργός ο ακούραστος ψάλτης ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, κι
αριστερός ψάλτης ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης. Και γύρω τους ένα εκκλησίασμα από ταπεινούς Χριστιανούς, που δεν κουραζόντανε, ούτε από τις μακρυές ακολουθίες, ούτε από την αγρυπνία, ούτε από την ορθοστασία. Ούτε τα βλέφαρά τους κλείνανε, ούτε τα γόνατά τους λυγίζανε.
Οι ταπεινοί αυτοί Χριστιανοί, ούτε συλλόγους είχανε σκαρώσει, ούτε λόγους βγάζανε, ούτε συχνάζανε στα γραφεία των εφημερίδων, απαιτώντας προσωπική προβολή και παινέματα των δημοσιογράφων, ούτε καλούσανε κανέναν ισχυρό να 'ρθη, να τους καμαρώση και να τους ενισχύση.
Δεν κάνανε κοινωνικό Χριστιανισμό, ούτε είχε ψηλώσει ο νους τους, ώστε να θέλουνε να βολέψουνε τα στραβά τού κόσμου, σαν κείνους τους πιο θεόστραβους άπ' όλους, που παρασταίνουνε τον εκλεχτό τού Θεού, τον προωρισμένο ν' αποκαταστήση την δικαιοσύνη του, στον ξεστρατισμένο κόσμο. Είτανε άνθρωποι απλοί, ταπεινοί Χριστιανοί, που πιστεύανε στον Θεάνθρωπο Χριστό, στη Παναγία Θεοτόκο και στους αγίους Του. Και πιστοί στο Λόγο Του, δεν νοιαζότανε για τα κρίματα των αλλονών, αλλά για τα δικά τους. Κι' αυτές τις δικές τους πληγές πασχίζανε να επουλώσουνε με νηστείες, με προσευχή, με καθημερινή παρουσία στον Οίκο Του, μ' αδιάκοπο διάβασμα τού Λόγου Του, τού Ευαγγελικού και των βίων των αγίων, που βρίσκανε μέσα στα συναξάρια.
Ούτε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς, ούτε ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ούτε ο Μωραϊτίδης, ούτε κανένας από κείνους, που αγρυπνούσανε στον Άγιο Ελισαίο, δεν σπαταλούσανε την ώρα της προσευχής, βγάζοντας λόγους, τάχα για να σώσουνε τους άλλους, ενώ στη ουσία αν το κάνανε δεν θα σώζανε κανέναν με τα λόγια, αλλά μονάχα θα προβάλλανε τον εαυτό τους.
Σαν γνήσιοι ορθόδοξοι είχανε αφήσει στους φραγκίζοντες και προτεσταντίζοντεςτις ευσεβείς φλυαρίες και κείνοι ζούσανε την λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, που είναι μυστήριο και κλείνει μέσα της όσα κανένα κήρυγμα δεν μπορεί να κλείση. Γιατί όλα τα λέει η λειτουργία, το Λυχνικό, το Ψαλτήρι κι' η ορθόδοξη υμνογραφία. Όλα, πέρα για πέρα. Και τόσο πολύ, που και μία προσταφαίρεσι δεν είναι δυνατή και νοητή.
Ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς στάθηκε η πιο ολοκληρωμένη λειτουργική έκφρασι μέσα στη ορθόδοξη Ελλάδα τού δεύτερου μισού τού περασμένου αιώνα και των πρώτων εικοσιπέντε χρόνων τού τωρινού. Λειτουργική στάθηκε ολάκερη η ζωή του. Ξημερώματα άρχιζε και μεσημέρι τελείωνε. Γιατί τάλεγε όλα, γιατί μνημόνευε εκατοντάδες νεκρούς και ζωντανούς. Και το εκκλησίασμα ούτε αβάσταχτες εύρισκε αυτές τις ακολουθίες, ούτε καταπονετικές, ούτε εμπόδιο στις δουλειές του. Φτωχοί και πολλοί μεροκαματιάρηδες ήτανε αυτοί που εκκλησιαζόντανε στον Άγιο Ελισαίο, ή στον Άγιο Γιάννη τον Κυνηγό, της οδού Βουλιαγμένης, όπου χρόνια λειτουργούσε ο παπα-Νικόλας ο Πλανάς. Άνθρωποι της ανάγκης, θεόφτωχοι, κοπιώντες και πεφορτισμένοι. Κι' όμως δεν κουραζόντανε για ένα και μόνο λόγο: Δεν ήτανε ξένοι προς τα μυστήρια και τις ακολουθίες. Τις διαβάζανε, ξέρανε όλα άπ' έξω και γευότανε τη λειτουργία ή τις ακολουθίες των αγρυπνιών, όταν τις τελούσε ένας ιερέας ταπεινός και καθαρός την καρδία. Αυτός ο κόσμος γευότανε όσα έλεγε ο λειτουργός όσα ψέλνανε οι ψαλτάδες. Τα σιγόλεγε και τα σιγόψελνε και το εκκλησίασμα και κάθε λέξη και κάθε φράση και κάθε μουσικός φθόγγος ήτανε βίωμα. Δεν ακούγανε λόγια αδιάφορα γι' αυτούς ή μουσική κοσμική ή εικόνες φράγκικες, θεατρικές και γλυκανάλατες. Ο,τι ακούγανε σκορπούσε γαλήνη στη ψυχή και στο πνεύμα τους και τα μάτια τους δεχότανε σαν ίαμα τ' άγια εικονίσματα της βυζαντινής αγιογραφίας. Όξω και μακρυά άπ' τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας, δεν βρίσκανε ούτε λύτρωση, ούτε ανάπαυση. Ο πόθος τους για χριστιανική δικαιοσύνη, όπως το βλέπουμε τόσες φορές στο έργο τού Παπαδιαμάντη και τού Μωραϊτίδη, δεν έκρυψε ποτέ την οργή της εκδίκησης. Η αγάπη που τους θέρμαινε δεν ήτανε η ανήσυχη κι' εναγώνια αγάπη τού κόσμου, αλλά η ατάραχη και ειρηνική αγάπη τού Χριστού.
Αυτοί οι επιζώντες, όπως και μερικοί άλλοι, καθώς και κείνοι που κοιμηθήκανε εν Κυρίω από τους αγρυπνητές τού προφήτη Ελισαίου, ξέρουνε πως η λογική τού κόσμου δεν έχει θέση στο χριστιανικό περίβολο, όπως δεν έχει θέση κι' η μεθοδολογία τού κόσμου. Γιατί αυτά κρίνοντάς τα με τα μέτρα τους και βλέποντάς τα με τα κοντόθωρα μάτια τους δεν μπορούνε να καταλάβουνε πως ο Χριστιανισμός είναι η πιο μεγάλη περιπέτεια, η πιο μεγάλη υπερβολή και το πιο απίστευτο απ' όλα τα πιο απίστευτα τού κόσμου. Για τούτο κι' η λειτουργική ζωή της Εκκλησίας είναι η ορθοδοξία ανόθευτη απ' όλες τις κοσμικόφρονες επιδράσεις τού δυτικού κόσμου.
Από την εφημερίδα Η Βραδυνή, της 8ης Ιουνίου 1960.
============================== =====
============================== =====
Ο ΑΓΙΟΣ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΜΑΣ
Δημήτρη Φερούση
«Ω τού παραδόξου θαύματος. Τα μωρά τού κόσμου ο Θεός επέλεξε, την δ' έπαρσιν τών σοφών τούτοις κατήσχυνεν. Ευφραίνου η ταπεινή Νάξος, γενέθλη Πλανά χρηματίσασα Νικόλαο τον απλούν εν ιερεύσι Χριστού η εκθρέψασα...»
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η εποχή μας είναι μία εποχή διχασμού της καρδιάς, σύγχυσης, χάους, φόβου (όχι υπαρξιακού), απληστίας, παραζάλης και ανησυχίας. Δεν υπάρχει καμιά δίψα αλήθειας. Και ούτε αμείλικτα ερωτήματα ζωής αναζητούν κάποια απόκριση από τους ανθρώπους. Ενώ η λαχτάρα για μάθηση και χορτασμό της ψυχής και τού νου σχεδόν έχει νεκρωθεί. Συνάμα η απολυταρχία τού λογικού τείνει να επικρατήσει σ' ένα σιδερένιο αιώνα.
Στη εποχή μας, γράφει ο Ιω. Θεοδωρακόπουλος, έγιναν όλα μηχανικά και απρόσωπα, δηλαδή ανώνυμα, εξωτερικά· έχασαν δηλαδή την εσωτερικότητά τους. Και η ανωνυμία αυτή είναι η κύρια πηγή της σύγχρονης διαφθοράς.
Υπάρχει λοιπόν στον κόσμο η αγωνία τού αδιέξοδου, έτσι όπως τη δίδαξαν ο Νίτσε, ο Σαρτρ, ο Καζαντζάκης και άλλοι πολλοί, οι οποίοι έβγαλαν τούς ανθρώπους από τη σιγουριά της εγκοσμιότητας και τού φόβου τού Θεού;
Ωστόσο ο Εκκλησιαστής λέει: «Τον Θεό φοβού και τας εντολάς αυτού φύλασσε, ότι τούτο πας άνθρωπος» (έχει καθήκον κάθε άνθρωπος).
Που θα πει ότι όποιος συνειδητά ζει μέσα στο έδαφος και στο πνεύμα της Εκκλησίας και συνάμα βιώνει σωστά την ορθόδοξη πνευματικότητα, καμιά υπέρμετρη τραγικότητα, θλίψη, αδιέξοδο και απειλή δεν πρέπει να φωλιάζει στη καρδιά του. Κανένα δίλημμα δεν πρέπει να κάμψει το φρόνημα και την εμπιστοσύνη τού χριστιανού στο Θεό. Μη φοβού, αλλά πίστευε μας παραγγέλνειο Κύριος.
Βέβαια, τούτοι οι καιροί, ένεκα της μεγάλης πνευματικής τους καθίζησης απαιτούν μία ξεχωριστή κατάθεση προσωπικής και συλλογικής προσπάθειας, αφού ακόμα και η αγιότητα αποτελεί ένα λησμονημένο όραμα. Και είναι αρκετοί εκείνοι που νομίζουν ότι μπορούν να έχουν ποιότητα ζωής δίχως τρολέ (την κεραία που από ηλεκτροφόρο σύρμα δίνει κίνηση στο όχημα). Αλλά είναι φανερό πια, ότι τίποτα το δημιουργικό δεν μπορεί να κινηθεί δίχως πίστη και μάλιστα στον αληθινό θεό. Δίχως θεό όλα επιτρέπονται λέει ο Ντοστογιέφσκυ, και βλέπουμε πού πάει ο κόσμος σήμερα!
Επίσης είναι γνωστό ότι τον αγώνα για την κίνηση και διατήρηση τού τρολέ με τον ηλεκτροφόρο ουρανό, δεν μπορεί ο άνθρωπος να τον κάνει πάντα μόνος του! Είναι ανίσχυρος υποκειμενικά και συγκυριακά. Γι' αυτό χρειάζεται βοήθεια, θέλει διαλεκτική ενίσχυση από φωτισμένες μορφές, ταπεινούς σηματοδότες, ταγούς και αγίους. Οι οποίοι με τη βαθιά πίστη και την έμπρακτη, χριστιανική διδαχή τους, δίνουν εγγυημένες λύσεις στα πνευματικά και υλικά προβλήματα της καθημερινής ζωής. Άλλωστε η πίστη μας χωρίς αυτούς τους αγίους παύει να υφίσταται. Και αν λησμονήσουμε αυτή την αγιότητα δεν απομένει από την Εκκλησία παρά ο ταυτισμός της με τον κόσμο, γράφει ο Μητροπ. ΠεργάμουΊω. Ζηζιούλας. Μια τέτοια μορφή, έπίκαιρης αναφοράς για τους καιρούς μας, είναι και ο απλοϊκός, ταπεινός και φτωχός (έως πένης) παπα-Νικόλας Πλανάς. Ο οποίος βίωσε το σκάνδαλο και τη μωρία της πίστης όπως τη χαρακτηρίζει η Γραφή όχι για τις κηρυχτικές, συγγραφικές, πατερικές η θύραλθε γνώσεις του, αλλά για την αδιατίμητη ταπεινότητά του, την αγάπη του προς τον πλησίον, και κυρίως για τη λιτότητα τού βίου του. Ήταν ένας αληθινός φίλος της υπακοής στο θέλημα και μόνο τού Θεού, υπόδειγμα χριστιανικού βίου και ποιμένα ο οποίος, στ' αλήθεια, την ψυχή αυτού τίθηση υπέρ των προβάτων.
Ο καλός αυτός λευίτης έζησε και εργάστηκε στη Αθήνα περισσότερα από εξήντα χρόνια και κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου τού έτους 1932. Θεωρούσε όμως πάντοτε τον εαυτό του Νάξιο και περηφανευόταν γι' αυτό.
Ο Νικόλας Πλανάς γεννήθηκε στη Νάξο το 1851 από γνωστή και πολύκλαδη οικογένεια της Χώρας. Και μεγάλωσε πλάι στο σπίτι τού ονομαστού τέκνου της Ναξίας Αγίου Νικοδήμου τού Αγιορείτη, μέσα σ' ένα κλίμα μυστικής έξαρσης που καλλιεργούσαν τότε έντονα οι Κολλυβάδες, οι πατέρες τού Άθω και οι Γέροντες τού Ησυχασμού. Άλλωστε και ο παππούς τού Νικόλα Πλανά από την μητέρα του ήταν οφφικιούχος της τοπικής Εκκλησίας, ο οικονόμος Γεώργιος Μελισσουργός. (Από το βιβλίο τού Δημήτρη Φερούν «Ο παπακαλόγερος Νικόλαος Πλανάς», εκδ. Αστέρος, Αθήνα 1992).
Μετά το θάνατο τού πατέρα του στα 1868, ο Νικόλας Πλανάς μαζί με τη μητέρα του Αυγουστίνα και τη μικρή αδελφή του Σουσάνα μετανάστεψε στη Αθήνα. Αφού στο μεταξύ, φέρνοντας μέσα του τα πλούσια βιώματα της γενέθλιας γης και της οικογενειακής παράδοσης, είχε αποφασίσει τη σταδιοδρομία του!
Όταν ο Νικόλας Πλανάς έφυγε από τον λειμώνα της ναξιακής γαλήνης και ήρθε στη Αθήνα, βρέθηκε ξαφνικά μέσα στη βαβούρα και το εγκόσμιο σκόρπισμα μιας νέας Βαβυλώνας. Σ' ένα κλίμα πρωτευουσιάνικης ασύνδετης, ταραγμένης και ασυνάρτητης ζωής. Η οποία δίχως συγκεκριμένη ταυτότητα, συνεχιζόταν πάνω στα χνάρια της βαυαρικής και οθωνικής άρνησης και αμετροέπειας (μεγαλοστομίας).
Οι κάτοικοι της Αθήνας, ως ένας άθλιος συρφετός, προσπαθούσαν, μιμούμενοι τα ευρωπαϊκά κακέκτυπα ζωής, συμπεριφοράς και φιλοσοφίας, να συγκροτήσουν μία ατομική και συλλογική συνείδηση. Σ' αυτούς τους ανθρώπους της πρωτεύουσας αναφέρεται ο Κονδυλάκης με τους «Άθλιους των Αθηνών», ο Σουρής, ο Συνοδινός και πολλοί άλλοι συγγραφείς. Ακόμα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης που έγραψε πικραμένος:
«Φεύ. Τις μοι δώσει ύδωρ και δάκρυα; Από τον τόπο της δοκιμασίας και τον τόπο της μικρής αναψυχής, ήλθα εις τον τόπο της καταδίκης, όπου από πολλού σύρω τον σταυρό μου, μη έχων πλέον δυνάμεις να τον βαστάζω εις την πόλιν της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών. Έφθασα εις Αθήνας...».
Αλλά και ο Κωστής Μπαστιάς δεν φείδεται παρρησίας για να περιγράψει την κατάσταση της πλάνης και της ασυναρτησίας που επικρατούσε στη αλλοπρόσαλλη Αθήνα.
«Ο,τι ιερό φυλάξαμε», γράφει, «τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς ποδοπατιέται, ο,τι μας κράτησε όρθιους, σαν ασάλευτο αντιστήλι, γκρεμίζεται. Σε τέτοιο γιουρούν τού σατανά, κάθε υποταγή είναι άρνηση της πίστης και παράδοση στο διάβολο».
Σ' αυτό τον κόσμο ήρθε ο Νικόλας Πλανάς να ζήσει και να καταθέσει το υστέρημα της καρδιάς του. Να στηρίξει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια μέσα από ταπείνωση και αγάπη και να ανατρέψει πολλές κατεστημένες συνήθειες μέσα στο κέντρο της αθηναϊκής αδιαφορίας και τού κυνικού αθεϊσμού. Να ξαναδώσει την ιερότητα και τον χαμένο ενθουσιασμό στον κόσμο της θρησκευτικής, χριστιανικής λατρείας. Και παρά τους διωγμούς και τις λοιδορίες να εγκαινιάσει μαζί με το φίλο του Παπαδιαμάντη και τους άλλους Συμποτικούς συντρόφους του, ένα νέο πνεύμα εκκλησιαστικής καθαρότητας στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ου αιώνα.
Γι' αυτό και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης σε άρθρο του μοναδικό, με τίτλο: «Ιερείς των πόλεων και ιερείς των χωρίων’ που δημοσιεύθηκε στο λεύκωμα ‘Η Ελλάς κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνας τού 1896’, μεταξύ των άλλων έγραψε:
«Γνωρίζω ένα ιερέα εις τας Αθήνας. Είναι ο ταπεινότερος των ιερέων και ο απλοϊκότερος των ανθρώπων. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός και ενάρετος. Είναι άξιος τού πρώτου των μακαρισμών τού Σωτήρος».
Επρόκειτο για τον Νικόλα Πλανά ο οποίος, αφού πρώτα στεφανώθηκε, στις 14 τού Απρίλη τού 1879 και το Ιούλιο χειροτονήθηκε διάκονος στη Μεταμόρφωση τού Σωτήρος Πλάκας, έμεινε για λίγα χρόνια να υπηρετεί με ξεχωριστό ήθος στον ίδιο Ναό. Και στη συνέχεια, στις 2 Μαρτίου τού 1884, χειροτονήθηκε σε Πρεσβύτερο στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου ως Νικόλαος Πλανάς Ιερέας εκ Νάξου και τοποθετήθηκε στον Άγιο Ιωάννη Βουλιαγμένης. Ένεκα όμως τού ότι σε όλη την περιοχή είχε μόνο τρεις οικογένειες ποιμένων ως ενορίτες, λειτουργούσε τακτικότερα στον Άγιο Ελισαίο, στο Μοναστηράκι, με ψάλτες τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και τον Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Και είχε την ιερή συνήθεια να κάνει σχεδόν καθημερινές λειτουργίες και αγρυπνίες σε όλα τα εκκλησάκια της Αθήνας και έξω άπ' αυτή.
Ιδιαίτερα στο εκκλησάκι τού Αγίου Ελισαίου όπου το τυπικό ήταν αγιορείτικο, πλούσιο σε κατάνυξη, συγκεντρώνονταν πάρα πολλές από τις εκκλησιαστικές μορφές της εποχής, οι οποίες αργότερα έπαιξαν μεγάλο ρόλο στον εκκλησιαστικό βίο της Χώρας, όπως ήταν: ο Νεκτάριος Κεφαλάς, ο Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Φώτης Κόντογλου, πολλοί Επίσκοποι και αγιορείτες Γέροντες. Οι οποίοι στο πρόσωπο τού παπα-Νικόλα Πλανά, τού ολιγογράμματου και ταπεινού ιερέα, έβρισκαν και βίωναν την πρόγευση των εσχάτων. Την αγιότητα ως εκκλησιαστική εμπειρία. Που σημαίνει ότι μέσα στο μικρό εκκλησάκι υπήρχε εικονισμός της Βασιλείας τού Θεού και μετοχή στη δόξα τού Θεού και στη νοητή θέωση των μυσταγωγικά παρισταμένων.
Για τον παπα-Νικόλα Πλανά δεν υπήρξε ποτέ θέμα υλικών ωφελημάτων. Ένιωθε πάντοτε πλούσιος και μόνο ότι υπηρετούσε το Θυσιαστήριο ως ιερέας Χριστού και αγίαζε τον κόσμο. Ζούσε σ' ένα ταπεινό δωματιάκι στο σπίτι της νύμφης του από το γιό του Ιωάννη, κάπου στο Κουκάκι (Γαργαρέττα). Φορούσε μόνιμα το ίδιο τριμμένο ρασάκι έως την τελευτή τού βίου του. Η οποία έγινε, δίχως να αρρωστήσει, την Τσικνοπέμπτη τού 1932, ενώ είχε ξαπλώσει για να κοιμηθεί.
Αργότερα για τη μοναδικότητα και αγιότητα τού Παπακαλόγερου Νικόλα Πλανά, διαμορφώθηκε η συνείδηση στο λαό ότι θαυματουργούσε. Και ότι αυτό συνέβη επειδή ο Όσιος Νικόλας Πλανάς δεν είχε τίποτ' άλλο στο νου του εκτός από τη δόξα τού Θεού και τη διακονία των συνανθρώπων του μέσα στη Εκκλησία.
Κατά την κηδεία του, που έγινε στον Άγιο Γιάννη Βουλιαγμένης, όπου ο αγαθός Πρεσβύτερος υπηρέτησε επί πενήντα έτη, ακούστηκαν πολλοί επαινετικοί λόγοι και γράφτηκαν στον Τύπο κείμενα που μιλούσαν για την αφιλοκερδεία, την απλότητά του και την απόλυτη καλοσύνη του. Τον επικήδειο εκφώνησε ο ίδιος ο Αρχιεπίσκοπος κυρός Χρυσόστομος Παπαδόπουλος. Και το μεγάλο πλήθος τού λαού απαίτησε να γίνει η περιφορά τού σκηνώματός του σε όλη την Πλάκα της Αθήνας όπου έζησε και διακόνησε.
Στις μέρες μας, όσο ποτέ άλλοτε, η μνήμη τού Οσίου Νικολάου Πλανά, είναι επίκαιρη και παραδειγματική για τον Κλήρο και το Λαό. Η αυτάρκειά του ήταν πνευματική. Και αυτό τού έδινε τη δυνατότητα να αισθάνεται πλούσιος ενώ ήταν φτωχός. Να έχει μόνιμα τον τρολέ ενωμένο με τον Ουρανό και δίχως κανένα φόβο να αντιμετωπίζει όλες τις εξωτερικές συγκυρίες, οι οποίες και στα χρόνια του ήταν πολύ σκληρές και πιεστικές, όπως και στις μέρες μας! Γι' αυτό και η Εκκλησία μας, μετά την αγιοκατάταξή του, δίκαια ψάλλει:
«Πλανάς ο Νικόλαος, ο ταπεινός πρεσβύτερος ώφθη εκλεκτός Χριστού εργάτης, μικρός το δέμας, πεφωτισμένος τον νουν, πίστει σοφών υπερτερών, όρθρω και νυχθημερών τω φωτί αυγαζόμενος».
Συντεθημένο από τον Μητροπολίτη Πατρών κυρό Νικόδημο.
============================== =======
============================== =======
«Ερημίτης εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως»
Άγιος Νικόλαος Πλανάς: «Ερημίτης εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως»
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
«Ερημίτης εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως»
Ο πατέρας του πέθανε νέος, τον άφηκε 14 ετών. Τον πήρε η μητέρα του μαζί με μια αδελφή και ήλθανε στας Αθήνας, αι οποίαι Αθήναι, μας έλεγε, άρχιζαν από την Ακρόπολη και έφθαναν ως την Παναγία τη Βλασσαρού.
Τον πάντρεψε η μητέρα του ετών 17. Μετά πέντε έτη εχειροτονήθη ιερεύς εις την εκκλησίαν του Προφήτου Ελισαίου το 1884. Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένας πατριώτης του τον παρεκάλεσε να τον λυπηθή γιατί κινδύνευε η περιουσία του από χρέος. Αμέσως προσεφέρθη ο πονόψυχος να βάλη την περιουσίαν του ενέχυρον, για να σωθή ο πλησίον του, ώσπου τού την επήρανε και ησύχασε. Απαλλαγείς λοιπόν από τις κοσμικές και κτηματικές φροντίδες, επεδόθη ες ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι εις την ζωήν των μεγάλων ασκητών της ερήμου, εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως των Αθηνών.
Κατ' αρχήν έγινε εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του απηρτίζετο από... 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από... οχτώ οικογενείας! Και η πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέαςαπό το μανάρι των Απόκρεω ή των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν. Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.
Τον πάντρεψε η μητέρα του ετών 17. Μετά πέντε έτη εχειροτονήθη ιερεύς εις την εκκλησίαν του Προφήτου Ελισαίου το 1884. Δεν πέρασε πολύς καιρός, όταν ένας πατριώτης του τον παρεκάλεσε να τον λυπηθή γιατί κινδύνευε η περιουσία του από χρέος. Αμέσως προσεφέρθη ο πονόψυχος να βάλη την περιουσίαν του ενέχυρον, για να σωθή ο πλησίον του, ώσπου τού την επήρανε και ησύχασε. Απαλλαγείς λοιπόν από τις κοσμικές και κτηματικές φροντίδες, επεδόθη ες ολοκλήρου, ψυχή τε και σώματι εις την ζωήν των μεγάλων ασκητών της ερήμου, εν μέσω της πολυθορύβου πόλεως των Αθηνών.
Κατ' αρχήν έγινε εφημέριος εις τον Άγιον Παντελεήμονα, εις τον Νέον Κόσμον. Η ενορία του απηρτίζετο από... 13 οικογένειας. Εις το διάστημα της εφημερίας του, τον επεσκέφθη ένας ιερεύς άνευ ενορίας, τον παρεκάλεσε να συλλειτουργήσουν, και αυτός ως καλός και αγαθός τον εδέχθη ολοψύχως. Αυτός όμως ο ιερεύς τα συνεφώνησε με τούς τότε επιτρόπους της εκκλησίας του Αγίου Παντελεήμονος, τον έδιωξαν και τον έστειλαν εις την εκκλησίαν τού Αγίου Ιωάννου της οδού Βουλιαγμένης (τον «Κυνηγόν», ως τον έλεγαν τότε). Η ενορία της εκκλησίας αυτής απηρτίζετο από... οχτώ οικογενείας! Και η πληρωμή τού ιερέως ήτανε ένα κομμάτι κρέαςαπό το μανάρι των Απόκρεω ή των Χριστουγέννων. Αυτό δεν τον πείραζε, είχε κεφάλαιον την νηστείαν. Αρκεί να είχε εκκλησία να λειτουργή.
Αυτός ο διωγμός από την εκκλησία τού Αγίου Παντελεήμονος τού έφερε μεγάλο ψυχικό πόνο. Μια βραδιά, φεύγοντας από τον Άγιο Ιωάννη για να πάη στο σπίτι του, έκλαιγε στο δρόμο. Έρημος ο τόπος τότε.
Βλέπει άξαφνα στο δρόμο ένα νεαρό παλληκάρι και τού λέγει: Τι κλαις, πάτερ μου;
- Κλαίω, παιδί μου, γιατί με διώξανε από τον Άγιο Παντελεήμονα.
- Μη λυπείσαι, πάτερ μου, και εγώ είμαι πάντοτε μαζί σου.
Τού λέγει: Ποιος είσαι συ, παιδί μου;
- Εγώ, τού λέγει, είμαι ο Παντελεήμων, πού μένω στον Νέο Κόσμο- και τον έχασε αμέσως από εμπρός του. Αυτήν την οπτασίαν την διηγείτο ο ίδιος επί λέξει εις μίαν κόρη της συνοδείας του.
ΜΑΡΘΑ μοναχή
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
============================== =======
============================== =======
«Ένα τάλληρον την ημέραν ήτο δι ' αυτόν πολύ»
Άγιος Νικόλαος Πλανάς
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΠΛΑΝΑΣ
«Ένα τάλληρον την ημέραν ήτο δι ' αυτόν πολύ»
Μεταξύ των ολίγων πραγματικών, λειτουργών του Υψίστου, υπήρξεν ασφαλώς ο χθες εις Κύριον αποδήμησας αίδεσιμώτατος ιερεύς Νικόλαος Πλανάς, εις ηλικίαν 82 ετών.
Εγεννήθη εις Νάξον το 1851 και από μικρό παιδί αφιερώθη εις τα θεία και την υπηρεσίαν της Εκκλησίας. Από δέκα ετών υπήρξεν υπηρέτης του ιερού, εσήκωνε τα άγια εξαπτέρυγα, αγρυπνούσεν εις τας ολονυκτίας, και από της ηλικίας εκείνης είχεν εκδηλωθή το φιλεύσπλαγχνον του χαραχτήρος του και τα αλτρουιστικά του αισθήματα. Το ψωμί που του έδιδε η μητέρα του, το εμοίραζε με τα άλλα παιδιά του χωριού του, και πολλές φορές είχε δώσει και τα ρούχα του ακόμη στα φτωχά παιδιά.
Το 1879 εχειροτονήθη διάκονος εις τον Άγιον Παντελεήμονα τον παλαιόν... κατόπιν εχειροτονήθη ιερεύς (1884) εις το παρά τον Παλαιόν Στρατώνα ναΰδριον του Προφήτου Ελισσαίου, εις το οποίον μετέβαινε, ως γνωστόν, και έψαλλε κάθε Κυριακήν ο αείμνηστος διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ελειτούργησεν εις τον ιερόν ναόν της Μεταμορφώσεις ολίγον διάστημα, και ετοποθετήθη εις το τότε εξωκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μετόχιον της Μονής του Όρους Σινά.[...]
Το 1879 εχειροτονήθη διάκονος εις τον Άγιον Παντελεήμονα τον παλαιόν... κατόπιν εχειροτονήθη ιερεύς (1884) εις το παρά τον Παλαιόν Στρατώνα ναΰδριον του Προφήτου Ελισσαίου, εις το οποίον μετέβαινε, ως γνωστόν, και έψαλλε κάθε Κυριακήν ο αείμνηστος διηγηματογράφος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ελειτούργησεν εις τον ιερόν ναόν της Μεταμορφώσεις ολίγον διάστημα, και ετοποθετήθη εις το τότε εξωκκλήσιον του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, μετόχιον της Μονής του Όρους Σινά.[...]
Ο σημερινός ναός του Αγίου Ιωάννου οφείλεται κατά μέγα μέρος εις αυτόν και τας ενεργείας ενός άλλου μορφωμένου και αφοσιωμένου κληρικού, του ιερέως Νικολάου Λαμπροπούλου. Ο κόσμος χάρις εις τον παπα-Πλανάν, συνέρρεεν εις την μικράν εκκλησίαν και τα εισοδήματά της, φυσικά, ηύξανον. Ταυτοχρόνως εμεγάλωνε και η συνοικία και κατέστη, συν τω χρόνω, μεγάλη ενορία. Όλα τα κέρδη του ο παπα-Νικόλαος τα διέθετε εις την εκκλησίαν και τους πτωχούς. Ηγόρασεν εικόνας και προσέφερε δώδεκα χιλιάδας προπολεμικών δραχμών, ως εμφαίνεται εκ των πρακτικών, και δεκαπέντε μεταπολεμικάς. Ουδέποτε κρατούσε χρήματα. Ό,τι του έδιδον, τα διέθετεν αμέσως. Με το ένα χέρι τα έπαιρνε και με το άλλο τα έδιδε σε πτωχούς, χήρας και ορφανά. Εισέπραττε το πρωί; Το μεσημέρι δεν είχε πεντάρα. Εισέπραττε το απόγευμα; Το βράδυ εκοιμάτο απένταρος.
Άκακος και άχολος, μη γνωρίζων την άρνησιν, έδιδε εις πάντας τους ζητούντας. Και πολλάκις, όπως μου έλεγεν ο πάτερ Λαμπρόπουλος, έπιπτε θύμα εκμεταλλευτών, οι οποίοι επήγαιναν και του έλεγαν ότι ήσαν πτωχοί, ότι επεινούσαν και υπέφεραν και τους έδιδε και την τελευταίαν του δεκάραν.
Όπως ήτο επόμενον, ήτο αδύνατον ο άγιος άνθρωπος να έχη εχθρούς. Και να τον ύβριζον ακόμη και να τον έκλεπτον φανερά, αυτός με το μειδίαμα της καλωσύνης εις τα χείλη τους συνεχώρει και τους ηυλόγει. Ένα τάλληρο την ημέραν ήτο δι' αυτόν πολύ. Ουδέποτε κρατούσε περισσότερα χρήματα. Τα υπόλοιπα τα εμοίραζε.
Εφημερίς ΕΣΠΕΡΙΝΗ. 6.3.1932
« Άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε»
Κατά το έτος 1905-1907 υπηρετών εις τας τάξεις του στρατού, εφοίτων εις την Βυζαντινήν Μουσικήν Σχολήν «Ιωάννης ο Δαμασκηνός», την οποίαν είχεν ιδρύσει ο εκ Μονεμβασίας συμπατριώτης μου, αείμνηστος Ανδρέας Τσικνόπουλος, μουσικοδιδάσκαλος. Εις την ιδίαν Σχολήν εφοίτα και ο επίσης συμπατριώτης μου εκ Συκέας της Λακωνίας Ιωάννης Αλεξάκης, μετέπειτα Ιεροψάλτης. Ούτος ημέραν τινά λέγει μοι: «Να έλθης εις τον μικρόν ναόν του Προφήτου Ελισσαίου, εις τον οποίον γίνονται κατανυκτικαί αγρυπνίαι και ψάλλουν βυζαντινά οι Παπαδιαμάντης, Μωραϊτίδης, Τσώκλης και άλλοι. Θα ωφεληθής και θα μάθης πολλά αναγκαία, χρήσιμα και ωφέλιμα δια την ιεράν υμνωδίαν».[...]
Εις τας αγρυπνίας ήρχετο ανήρ τις, Αλέκος το όνομα, όστις έψαλλε, αλλ' ήτο μέθυσος, και ότε ήτο μεθυσμένος έψαλλε με κατάνυξιν και με δάκρυα. Ο Παπαδιαμάντης που τον ήξευρε όταν έψαλλε με κατάνυξιν έλεγε: «ο Αλέκος έχει κρασοκατάνυξιν» και πολλάκις τον εδίωκεν εκ της εκκλησίας. Ο παπα-Νικόλας, ως απλούς και άκακος, επειδή κατά τον ίδιον σοφόν παροιμιαστήν: «άκακος ανήρ, παντί πιστεύει», έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, έχει κατάνυξιν, έχει φόβον Θεού», και ενίοτε μετά την αγρυπνίαν τω έδιδε και μικράν αμοιβήν. Τούτο υπήρξεν αφορμή εις τον Αλέκο να πλησίαση τον παπα-Νικόλα και να γίνη οικείος του και αχώριστος, αλλ' υπήρξε και αφορμή σκανδάλου εις τινάς αδελφούς και εις εμέ, όστις ήμην νέος 22 - 23 ετών και εγνωρίζαμε τον Αλέκο, τινές δε είπον εις τον παπα-Νικόλα να διώξη τον Αλέκον, διότι ήτο μέθυσος και γίνεται σκάνδαλον εις τους αδελφούς. Αλλ' ο παπα-Νικόλας με την συνήθη απλότητα του, έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, αγαπά την εκκλησίαν, ψάλλει καλά». Ως τόσον ο Αλέκος επήρε θάρρος και με τρόπον έβαζε το χέρι και εις την τσέπην του παπα - Νικόλα και του αφαιρούσε τα χρήματα που του έδιδαν οι ευλαβείς χριστιανοί, δια να μνημόνευση τα ονόματα των προσφιλών γονέων, τέκνων, αδελφών και συγγενών των εις τας αγρυπνίας και Λειτουργίας.
Κάποτε ο παπα - Νικόλας είχε εις την τσέπη του αρκετά κέρματα και ο Αλέκος έβαλε το χέρι του και προσεπάθει να τα πάρη όλα. Ο παπα-Νικόλας αντελήφθη τούτο και χωρίς να θυμώση, να τον υβρίση, να τον ελέγξη, ηρκέσθη και τω είπε με πραότητα: «Αλέκο ήσυχα, ήσυχα- ήσυχα Αλέκο». Ο Αλέκος εξηκολούθει αφόβως και εισήρχετο ενίοτε και εις το Άγιον θυσιαστήριον και του αφήρει ό,τι είχε. [...]
Απορίαν και θαυμασμόν μοι προξενεί, όταν αναλογισθώ, ότι ο παπα-Νικόλας επί 15 περίπου ώρας ίστατο άυπνος και όρθιος, καίτοι υπέφερεν από τους πόδας του και είχε και άλλας ασθενείας. Ίστατο όλην την αγρυπνίαν 10-11 ώρας και κατά τα εξημερώματα μετέβαινεν εις την ενορίαν του και συνέχιζε τον Όρθρον και την Λειτουργίαν, άλλας 4-5 ώρας. Δεν θα ήτο δυνατόν να ίσταται τόσος ώρας, εάν δεν είχε υπομονήν μεγάλην. Αλλά και όσον μεγάλην υπομονήν εάν είχε, πάλιν δεν θα εβάσταζε. Τον παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος, «η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», η τα αδύνατα δυνατά ποιούσα. Αρμόζει να είπη τις, ότι εν τω π. Νικολάω δεν έζη ο Νικόλαος, αλλά το εν ταις καρδίαις των πραέων αναπαυόμενον Πνεύμα Κυρίου: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου, καρδία δε ταραχώδης καθέδρα διαβόλου», λέγει ο σοφός Παροιμιαστής.
Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών.
Ας μιμηθώμεν και ημείς, αγαπητοί, κατά το δυνατόν, την ταπείνωσιν του αγίου παπα-Νικόλα, δια να επιβλέψη και εις ημάς ο Κύριος και μας υψώση. Ας μιμηθώμεν την πραότητα αυτού, δια να αναπαυθή και εις τας ιδικάς μας καρδίας το Πνεύμα του Κυρίου, ας μιμηθώμεν την εκείνου υπομονήν, ίνα εν τη υπομονή ημών κτησώμεθα τας ψυχάς ημών, και ούτω κληρονομήσωμεν την Ουράνιον και αιώνιον Βασιλείαν του Θεού. Ης γένοιτο πάντας επιτυχείν, ελέει και οικτιρμοίς, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ι. Χριστού, και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Εις τας αγρυπνίας ήρχετο ανήρ τις, Αλέκος το όνομα, όστις έψαλλε, αλλ' ήτο μέθυσος, και ότε ήτο μεθυσμένος έψαλλε με κατάνυξιν και με δάκρυα. Ο Παπαδιαμάντης που τον ήξευρε όταν έψαλλε με κατάνυξιν έλεγε: «ο Αλέκος έχει κρασοκατάνυξιν» και πολλάκις τον εδίωκεν εκ της εκκλησίας. Ο παπα-Νικόλας, ως απλούς και άκακος, επειδή κατά τον ίδιον σοφόν παροιμιαστήν: «άκακος ανήρ, παντί πιστεύει», έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, έχει κατάνυξιν, έχει φόβον Θεού», και ενίοτε μετά την αγρυπνίαν τω έδιδε και μικράν αμοιβήν. Τούτο υπήρξεν αφορμή εις τον Αλέκο να πλησίαση τον παπα-Νικόλα και να γίνη οικείος του και αχώριστος, αλλ' υπήρξε και αφορμή σκανδάλου εις τινάς αδελφούς και εις εμέ, όστις ήμην νέος 22 - 23 ετών και εγνωρίζαμε τον Αλέκο, τινές δε είπον εις τον παπα-Νικόλα να διώξη τον Αλέκον, διότι ήτο μέθυσος και γίνεται σκάνδαλον εις τους αδελφούς. Αλλ' ο παπα-Νικόλας με την συνήθη απλότητα του, έλεγε: «καλός, καλός ο Αλέκος, αγαπά την εκκλησίαν, ψάλλει καλά». Ως τόσον ο Αλέκος επήρε θάρρος και με τρόπον έβαζε το χέρι και εις την τσέπην του παπα - Νικόλα και του αφαιρούσε τα χρήματα που του έδιδαν οι ευλαβείς χριστιανοί, δια να μνημόνευση τα ονόματα των προσφιλών γονέων, τέκνων, αδελφών και συγγενών των εις τας αγρυπνίας και Λειτουργίας.
Κάποτε ο παπα - Νικόλας είχε εις την τσέπη του αρκετά κέρματα και ο Αλέκος έβαλε το χέρι του και προσεπάθει να τα πάρη όλα. Ο παπα-Νικόλας αντελήφθη τούτο και χωρίς να θυμώση, να τον υβρίση, να τον ελέγξη, ηρκέσθη και τω είπε με πραότητα: «Αλέκο ήσυχα, ήσυχα- ήσυχα Αλέκο». Ο Αλέκος εξηκολούθει αφόβως και εισήρχετο ενίοτε και εις το Άγιον θυσιαστήριον και του αφήρει ό,τι είχε. [...]
Απορίαν και θαυμασμόν μοι προξενεί, όταν αναλογισθώ, ότι ο παπα-Νικόλας επί 15 περίπου ώρας ίστατο άυπνος και όρθιος, καίτοι υπέφερεν από τους πόδας του και είχε και άλλας ασθενείας. Ίστατο όλην την αγρυπνίαν 10-11 ώρας και κατά τα εξημερώματα μετέβαινεν εις την ενορίαν του και συνέχιζε τον Όρθρον και την Λειτουργίαν, άλλας 4-5 ώρας. Δεν θα ήτο δυνατόν να ίσταται τόσος ώρας, εάν δεν είχε υπομονήν μεγάλην. Αλλά και όσον μεγάλην υπομονήν εάν είχε, πάλιν δεν θα εβάσταζε. Τον παπα-Νικόλα άλλη τις ξένη δύναμις τον εβάσταζε: η δύναμις του Θεού, η χάρις του Αγίου Πνεύματος, «η τα ασθενή θεραπεύουσα και τα ελλείποντα αναπληρούσα», η τα αδύνατα δυνατά ποιούσα. Αρμόζει να είπη τις, ότι εν τω π. Νικολάω δεν έζη ο Νικόλαος, αλλά το εν ταις καρδίαις των πραέων αναπαυόμενον Πνεύμα Κυρίου: «εν καρδίαις πραέων αναπαύσεται πνεύμα Κυρίου, καρδία δε ταραχώδης καθέδρα διαβόλου», λέγει ο σοφός Παροιμιαστής.
Ο π. Νικόλαος ουδέποτε εταράχθη, ουδέποτε εθύμωσε, πάντας ηγάπα, υπέρ πάντων ηύχετο. Είχε δε την νοεράν προσευχήν, το χαροποιόν πένθος, το αείρυτον δάκρυον, άτινα τον κατέστησαν πράον και κληρονόμον της γης των πραέων, της Βασιλείας των Ουρανών.
Ας μιμηθώμεν και ημείς, αγαπητοί, κατά το δυνατόν, την ταπείνωσιν του αγίου παπα-Νικόλα, δια να επιβλέψη και εις ημάς ο Κύριος και μας υψώση. Ας μιμηθώμεν την πραότητα αυτού, δια να αναπαυθή και εις τας ιδικάς μας καρδίας το Πνεύμα του Κυρίου, ας μιμηθώμεν την εκείνου υπομονήν, ίνα εν τη υπομονή ημών κτησώμεθα τας ψυχάς ημών, και ούτω κληρονομήσωμεν την Ουράνιον και αιώνιον Βασιλείαν του Θεού. Ης γένοιτο πάντας επιτυχείν, ελέει και οικτιρμοίς, χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ι. Χριστού, και δια πρεσβειών της Πανάχραντου Μητρός Αυτού και πάντων των Αγίων. Αμήν.
Αρχιμ. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ
Πηγή περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ ΤΕΥΧΟΣ 16 (από το βιβλίο Ο παπα Νικόλας Πλανάς Εκδόσεις «ΑΣΤΗΡ» Αθήνα 1979. )
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου