Υπό το πρίσμα αυτό και με βάση τα δεδομένα που έχουν δημιουργηθεί σήμερα είναι πιο δύσκολη η πολιτική συμμαχιών του ΣΥΡΙΖΑ , ενώ επισημαίνεται ότι , ένα μεγάλο μέρος του λαού φαίνεται ότι δεν έχει κατανοήσει τι πράγματι έχει συμβεί στη χώρα και προσθέτει ότι ευθύνη για τη χαμηλή «μνημονιακή συνείδηση» του λαού μας φέρει και η Αριστερά.

Η πολιτική συμμαχιών, σύμφωνα με τον κ. Μητρόπουλο πρέπει να περιλαμβάνει:

1. «Το προσκλητήριο» σε στελέχη άλλων χώρων που απεξαρτήθηκαν και πολεμούν με συνέπεια το Μνημόνιο.

2. Την αποδυνάμωση ή και απόσυρση ορισμένων παραδοσιακών μας στελεχών στον συνδικαλιστικό χώρο, τη νεολαία, τα Επιστημονικά Σωματεία, τις Αγροτικές Ενώσεις και αλλού, τα οποία αδυνατούν να βοηθήσουν στην αντιστοίχηση της κινηματικής μας επιρροής με τη διευρυμένη κοινωνική μας βάση.

3. Η πρόσκληση σε πολιτικά στελέχη που έχουν αποδεσμευτεί από τα μνημονιακά κόμματα και συμπορεύονται μαζί μας στους κοινωνικούς και πολιτικούς αγώνες. Όποια συνεννόηση κορυφής με τα δύο κυβερνητικά κόμματα είναι απορριπτέα και καταδικαστέα. Δεν μπορεί να γίνει καμιά συζήτηση, καμιά αλληλο-ενημέρωση, καμιά συμπόρευση.

4. Η αλλαγή στην επικοινωνιακή μας συμπεριφορά.

Η Σοσιαλιστική Τάση υποστηρίζει ότι «η υπερ-έκθεση στελεχών «πρώτης γραμμής» δεν μας ωφέλησε, αλλ' απεναντίας ζημίωσε τον κοινό μας λόγο. Το ποιοι άλλωστε μπορούν να διεισδύσουν στα λαϊκά στρώματα και να επηρεάσουν τις συνειδήσεις των πολιτών, με τον δύσκολο μεν αλλά εκλαϊκευμένο και συνεπή επιστημονικό, δημοκρατικό και αριστερό λόγο, φάνηκε από το αποτέλεσμα των Ευρωεκλογών».

Αίσθηση προκαλεί η θέση περί αντικειμενικής σύμπλευσης δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ που αποκαλούνται «δραχμική αριστερά» με ακροδεξιές παρατάξεις που εμφανίστηκαν στην Ευρώπη . Το σχετικό κεφάλαιο αναφέρει τα εξής:

«Είναι κρίσιμο λάθος, συλλογικότητες και στελέχη της αποδοκιμασμένης από τον λαό «ευρωπολεμικής» ή «δραχμικής Αριστεράς» και άλλοι υποκρυπτόμενοι παράγοντες και Επιστημονικές Ενώσεις που σχετίζονται με τον ΣΥΡΙΖΑ, να απεμπολούν τα «όπλα» των δομικών, θεσμικών και χρηματοοικονομικών συνεξαρτήσεων με τις χώρες της ΕΕ και να χαρίζουν στον ταξικό αντίπαλο, όχι μόνο το πεδίο του αγώνα, αλλά και τις δυνατότητες που διανοίγονται από τις «χαοτικές αβεβαιότητες» του παρόντος, κυρίως στο πεδίο του ευρωσυστήματος.

Η αντικειμενική αυτή σύμπλευσή τους με τις ακροδεξιές παρατάξεις που εμφανίστηκαν σε όλες τις χώρες της ΕΕ είναι ΑΝΤΙδιαλεκτική και ΑΝΤΙμαρξιστική. Η Αριστερά έχει ένα διαρκές μέτωπο με αυτές τις δυνάμεις που αναδύονται από το τέλμα της κοινωνικής αμηχανίας και αβεβαιότητας, που διαβρώνει πρωτίστως την Εργατική Τάξη κάτω από τον μονόδρομο της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, το οποίο χαράσσει η νεοφιλελεύθερη ευρωπαϊκή ελίτ και εφαρμόζει η πρόθυμη Ευρωπαϊκή Τεχνοδομή υπό την κηδεμονία της Γερμανίας».