Μολονότι από το περιεχόμενο της εν λόγω Κλήσης ουδαμού και ουδόλως προκύπτει ο λόγος πρόσκλησης και εμφάνισής μου ενώπιον της Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής καθώς και το θέμα, για το οποίο καλούμαι να καταθέσω ενώπιον αυτής, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 20, παρ. 2 του Συντάγματός μας, της περίπτωσης α΄ της § 3 του άρθρου 6 Ε.Σ.Δ.Α, του εδαφίου α΄ της § 2 του άρθρου 273 Κ.Ποιν.Δ.,. και της περίπτωσης α΄ της § 3 του άρθρου 14 Δ.Σ.Α.Π.Δ., βασίμως πιθανολογώ ότι καλούμαι να εξετασθώ και να παράσχω εξηγήσεις για τις εναντίον μου κατηγορίες, οι οποίες όλως αορίστως, ασαφώς, αβασίμως και αναποδείκτως μου αποδίδονται στην – κατά την απόλυτη πλειοψηφία του προβλεπόμενου στη διάταξη της § 6, του άρθρου 155 του Κανονισμού της Βουλής όλου αριθμού των Βουλευτών – ληφθείσα Απόφαση της Βουλής κατά τη συζήτηση της Ειδικής Ημερήσιας Διάταξης στη συνεδρίαση της 28-6-2010 της Ολομέλειας της Βουλής με θέμα: «Συζήτηση και λήψη απόφασης στην πρόταση, που κατέθεσαν εκατόν είκοσι πέντε (125) Βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος για σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια Προκαταρκτικής Εξέτασης κατά το άρθρο 86 § 3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 και επόμενα του Κ. τ. Β. και το άρθρο 5 του Ν. 3126/2003 “Ποινική Ευθύνη Υπουργών”».
I.2. Στην εν λόγω συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής την 28-6-2010 έγινε δεκτή κατά πλειοψηφία Πρόταση, που κατέθεσαν εκατόν εικοσιπέντε (125) Βουλευτές της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος “για σύσταση Ειδικής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διενέργεια προκαταρκτικής εξέτασης κατά το άρθρο 86, παράγρ.3 του Συντάγματος, τα άρθρα 153 και επόμενα του Κανονισμού της Βουλής και το άρθρο 5 του ν. 3126/2003 «Ποινική ευθύνη Υπουργών»”:
« Α) Για την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της απιστίας, που υπερβαίνει καταφανώς το προσδιοριζόμενο από το εδάφιο β’ του άρθρου 390 Π.Κ. ποσό, από τους τότε Υπουργούς και Υφυπουργούς κ.κ. Ευάγγελο Μπασιάκο, Πέτρο Δούκα και Αλέξανδρο Κοντό.
Β) Για την ενδεχόμενη ηθική αυτουργία των ανωτέρω τέως Υπουργών και Υφυπουργών (άρθρο 46 παρ.1 εδαφ. α Π.Κ.) στις παράνομες πράξεις των εμπλεκομένων στο σκάνδαλο υπηρεσιακών παραγόντων και λοιπών συμπραττόντων, ήτοι στις πράξεις :
α) της απλής συνέργειας από κοινού με άλλον και μη, κατ’ εξακολούθηση, σε απιστία σχετική με την υπηρεσία, από κοινού και μη, σε βάρος του Δημοσίου, το αντικείμενο της οποίας έχει συνολική αξία μεγαλύτερη των 73.000 Ευρώ, από την οποία η προξενηθείσα ζημία υπερβαίνει το ποσό των 150.000 Ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλη, κατ’ εξακολούθηση,
β) της ψευδούς βεβαίωσης από κοινού με σκοπό τον προσπορισμό σε άλλον αθέμιτου οφέλους σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ και η ζημία υπερβαίνει το ποσό των 150.000 Ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλη και
γ) της απλής συνέργειας από κοινού, κατ΄εξακολούθηση, σε ψευδή βεβαίωση, με σκοπό τον προσπορισμό σε άλλον αθέμιτου οφέλους σε βάρος του Δημοσίου, από την οποία το συνολικό όφελος υπερβαίνει το ποσό των 73.000 Ευρώ και η ζημία υπερβαίνει το ποσό των 150.000 Ευρώ και είναι ιδιαίτερα μεγάλη, κατ’ εξακολούθηση, ήτοι για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 13 περ.α, 14, 17,18,26 παρ.1α, 27 παρ.1, 45,47 παρ.1,51, 52, 60,63, 79,83, 94 παρ.1, 98, 256 περ. γ – υπο περ.β΄ Π.Κ., όπως η περ. γ αντικ. από το άρθρο 14 παρ.5α Ν.2721/1999, 242 παρ. 1 και 3, όπως η παρ. 3 του άρθρου 242 συμπληρώθηκε από το άρθρο, 1 παρ. 7β του Ν. 2408/1996 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 14, παρ. 6 του Ν. 2721/1999 και άρθρο 1, παρ.1 του Ν.1608/1950, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4, παρ. 5 του Ν. 1738/1987 και τροποποιήθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1877/1990 και αντικ. από το άρθρο 36, παρ.1 του Ν. 2172/1993 και άρθρο 4, παρ. 3α, γ του Ν. 2408/1996.
Γ) Για την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος (259 Π.Κ.) από τον τότε Υπουργό κ. Γεώργιο Βουλγαράκη.
Δ) Για την ενδεχόμενη τέλεση του αδικήματος της παράβασης καθήκοντος (259 Π.Κ.) από τον τότε Υφυπουργό κ. Κ.Κιλτίδη.
Ε) Για την ενδεχόμενη ηθική αυτουργία (άρθρο 46 Π.Κ.) του τότε Υπουργού Επικρατείας κ. Θ. Ρουσόπουλου στην τέλεση αδικημάτων των πιο πάνω παρ. (α) και (β). »
Ι.3. Από τα προαναφερθέντα συνάγεται ότι τα υπό εξέταση αδικήματα αφορούν σε :
α) ηθική αυτουργία στην απιστία, που φέρονται να διέπραξαν οι τέως Υπουργοί και Υφυπουργοί, κ.κ. Ε. Μπασιάκος, Π. Δούκας, Αλ. Κοντός καθώς και
β) ηθική αυτουργία στην ηθική αυτουργία των προειρημένων Υπουργών και Υφυπουργών στις αποδιδόμενες σε υπηρεσιακούς παράγοντες αξιόποινες πράξεις.
ΙΙ.1. Παγίως στη θεωρία και νομολογία γίνεται δεκτό ότι ηθική αυτουργία είναι η εκ δόλου πρόκληση απόφασης σε άλλον να τελέσει την άδικη πράξη, που διέπραξε ή τουλάχιστον αποπειράθηκε, ενώ ως πρόκληση της εν λόγω απόφασης θεωρείται η με οποιονδήποτε τρόπο δημιουργία βούλησης στο δέκτη που μπορεί να γίνει με κάθε μέσο, όπως με πειθώ, φορτικότητα, υπόσχεση, χορήγηση αμοιβής, συμβουλή, απειλή, εκμετάλλευση, πρόκληση ή ενίσχυση πλάνης, κ.λ.π.
ΙΙ.2. Από το περιεχόμενο της προειρημένης Απόφασης της Βουλής, των συζητήσεων στην Ολομέλεια της Βουλής την 28-6-2010, του Πορίσματος της Εξεταστικής Επιτροπής «για την Ολοκλήρωση της Διερεύνησης του Συνόλου του Σκανδάλου της Μονής Βατοπεδίου», του αποδεικτικού υλικού, το οποίο συνελέγη και από τις δύο Εξεταστικές Επιτροπές, που διερεύνησαν την επίμαχη υπόθεση, καθώς και από αποδεικτικά στοιχεία, που συγκεντρώθηκαν κατά την ενώπιον της τακτικής δικαιοσύνης διεξαχθείσα προκαταρκτική εξέταση και διενεργούμενη κύρια ανάκριση, ουδεμία ένδειξη, ούτε καν υπόνοια, αξιόποινης συμμετοχής μου στην διερευνώμενη υπόθεση προκύπτει, καθ’όσον από ουδέν αποδεικτικό στοιχείο, ήτοι έγγραφο, μαρτυρία, απολογία κ.λ.π., συνάγεται η καθ’ οιονδήποτε τρόπο πρόκληση απόφασης σε άλλον είτε γνωστό είτε άγνωστο σε εμένα για τέλεση απιστίας σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου. Αντιθέτως, το παντελώς αβάσιμο των ισχυρισμών περί πιθανής στοιχειοθέτησης εμπλοκής ή ευθύνης μου, κατά τα ανωτέρω, αποδεικνύεται ή συνάγεται σαφώς από πληθώρα στοιχείων και καταθέσεων : ενδεικτικά και κατά παρέκκλιση της, εν προκειμένω, επιλογής μου να μην προβώ, για ουσιαστικούς λόγους, σε αναλυτική παράθεση όλων των σχετικών στοιχείων και επιχειρημάτων, υπενθυμίζω ότι (α) ο πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Ξάνθης κ. Αθανάσιος Ξυνίδης, αδελφός υπουργού του ΠΑΣΟΚ, δηλώνει ευθαρσώς ότι στα επτά χρόνια που ασχολείτο με την υπόθεση δεν βρέθηκε έστω ένας να του πει ότι «… ξέρεις το έκανα αυτό γιατί μου τηλεφώνησε ο Ρουσόπουλος» και (β) αποκαλύπτεται επιλεκτική χρήση, άλλως απόκρυψη (στο πόρισμα της πλειοψηφίας της δεύτερης Εξεταστικής Επιτροπής για την εν λόγω υπόθεση), της καταθέσεως του Δημάρχου Ξάνθης κ. Μιχαήλ Στυλιανίδη από την οποία προκύπτει ότι κατά την συνάντηση με τους φορείς της περιοχής, ουδεμία συζήτηση περί ανταλλαγών εκτάσεων έλαβε χώρα. Εξάλλου, ακριτομυθίες, διαδόσεις, φήμες και άλλα παρόμοια φληναφήματα, ουδεμία σχέση έχουν με την αλήθεια και την πραγματικότητα και, πάντως, με τις ενδείξεις και, πολλώ μάλλον, τις αποδείξεις, που κατά το ισχύον σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης απαιτούνται για την στοιχειοθέτηση ποινικώς αξιόλογων και συνακολούθως ερευνητέων ποινικών κατηγοριών.
Όλες οι εναντίον μου αιτιάσεις, που περιέχονται στο προμνησθέν Πόρισμα της Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προηγήθηκε της συγκρότησης και λειτουργίας της παρούσας Επιτροπής αλλά και όσες μομφές διατυπώθηκαν στην σχετική συζήτηση στην Ολομέλεια της Βουλής την 28-6-2010, επ’ ουδενί λόγω συγκροτούν τη γενική ειδική υπόσταση της αποδιδόμενης σε εμένα ηθικής αυτουργίας σε απιστία ή οποιαδήποτε άλλη μορφή συμμετοχής σε αυτή την πράξη, πολλώ δε μάλλον δεν στοιχειοθετούν την ηθική αυτουργία στην ηθική αυτουργία των προειρημένων Υπουργών και Υφυπουργών στις αποδιδόμενες σε υπηρεσιακούς παράγοντες αξιόποινες πράξεις, ακόμη και εάν, οι αιτιάσεις αυτές, ήθελε θεωρηθούν αληθείς και βάσιμες, όπερ σφόδρα αμφισβητείται και πάντως ουδόλως προκύπτει από τα συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία, αντίκειται δε στην αλήθεια.
ΙΙΙ. Από τα προεκτεθέντα, σε συνδυασμό, άλλωστε και με την μη επέλευση – συνδρομή σχετικής περιουσιακής ζημίας εις βάρος του Δημοσίου, όπως προκύπτει από εκθέσεις του Σώματος Ορκωτών Εκτιμητών και άλλες εκθέσεις ενός γνωστού διεθνούς οίκου εκτιμητών, οι οποίες προϋπήρχαν της απόφασης για την διενέργεια της παρούσας εξέτασης αλλά, όπως, επίσης, αποκαλύπτεται από έγκυρα μέσα ενημέρωσης, απεκρύβησαν σκοπίμως με προφανείς, τουλάχιστον επιλήψιμους, σκοπούς, αντικείμενους στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, συνάγεται ότι οι μέχρι τώρα κοινοβουλευτικές διαδικασίες διερεύνησης της επίμαχης υπόθεσης εμφανίζουν όλα τα χαρακτηριστικά πολιτικής δίωξης, με αναπόδραστη συνέπεια την ισχύ του αξιώματος «ου με πείσεις, καν με πείσεις», όπερ καθιστά άνευ νοήματος, ουσίας και σημασίας, ήτοι εντελώς περιττή, την προβολή οποιουδήποτε υπερασπιστικού επιχειρήματος στην παρούσα φάση : η υποταγή της έννομης τάξης στις πολιτικές, μάλλον μικροκομματικές, σκοπιμότητες δεν επιτρέπει επί του παρόντος, αντικειμενικά, την προβολή σχετικών υπερασπιστικών ισχυρισμών, πέραν όσων έχουν ήδη προεκτεθεί, όχι μόνον με το παρόν. Όταν η όλη υπόθεση περιέλθει, όπως αναμένω, στην αρμοδιότητα μη κομματικών οργάνων, ήτοι των αμερόληπτων και ανεξάρτητων δικαστών, θα αποκαλυφθεί πλήρως η αλήθεια και θα αποδοθεί δικαιοσύνη.»