Περισσότερες φορολογικές επιβαρύνσεις και περικοπές συντάξεων μελετά τώρα το οικονομικό επιτελείο, με στόχο να αποφύγει πρόσθετα μέτρα για την τριετία 2016 -2018.
Οι δανειστές έχουν πλέον καταστήσει σαφές, ότι με τις αρχικές προτάσεις της Κυβέρνησης για το ασφαλιστικό και το φορολογικό θα χρειαστούν περίπου 3 δις ευρώ εντελώς νέα μέτρα, ώστε η Ελλάδα να φτάσει σε ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2018.
Με αυτό το δεδομένο, τα επιτελεία των υπουργείων Εργασίας και Οικονομικών αρχίζουν να ξηλώνουν κυριολεκτικά τις αρχικές προτάσεις και για το ασφαλιστικό αλλά και για το φορολογικό.
Στο ασφαλιστικό, με βάση τις προτάσεις της Αθήνας, οι δανειστές εκτιμούν ότι θα υπάρξει υστέρηση έναντι του στόχου από 300 έως και 500 εκ. ευρώ, το οποίο θα πρέπει να κλείσει με παρεμβάσεις και στις υφιστάμενες συντάξεις.
Στην κατεύθυνση αυτή, το υπουργείο Εργασίας φαίνεται ότι θα επιμείνει στην αύξηση των ασφαλιστικών εισφορών και θα προχωρήσει σε μεγάλες περικοπές που θα ξεκινούν από 5% και θα φτάνουν το 30% για τις συντάξεις πάνω από τα 1.500 ευρώ ώστε να κλείσει το κενό.
Επίσης συζητείται και μια κλιμακωτή μείωση της προσωπικής διαφοράς που θα διατηρηθεί στους παλιούς έναντι των νέων συνταξιούχων, ώστε να υπάρχει περαιτέρω εξοικονόμηση για τα επόμενα χρόνια. Με άλλα λόγια σχεδιάζεται και μια κλιμακωτή περικοπή και στις κύριες συντάξεις.
Μεγάλη πίεση ασκείται και για τις προϋποθέσεις χορήγησης της εθνικής σύνταξης των 384 ευρώ, για την οποία οι δανειστές προτείνουν κατοχύρωση στα 20 χρόνια αντί 15 που ισχύει σήμερα και εισοδηματικά κριτήρια. «Αγκάθι» παραμένει και το ποσοστό αναπλήρωσης, το οποίο, σύμφωνα με τους δανειστές, δεν θα πρέπει να ξεπερνά το 50% μαζί με την εθνική σύνταξη, ενώ σύμφωνα με το υπουργείο συνυπολογίζοντας και τα 384 ευρώ ξεπερνά το 60% σε κάποιες περιπτώσεις.
Στο φορολογικό τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα, καθώς οι δανειστές είναι γενικά αντίθετοι με τις αυξήσεις φόρων, θεωρώντας ότι με την υπερφορολόγηση το μόνο που είναι πιθανό να αυξηθεί είναι η φοροδιαφυγή και όχι τα έσοδα του δημοσίου.
Πάντως , από την ελληνική πλευρά έχουν πέσει στο τραπέζι λύσεις, ώστε τα προσδοκώμενα επιπλέον έσοδα να αυξηθούν από τα 300 εκ. ευρώ στα 500 εκ. ευρώ.
Οι λύσεις που εξετάζονται είναι να ενσωματωθούν στην βασική ή τις βασικές κλίμακες εισοδημάτων ( αν είναι διαφορετική για τους μισθωτούς και τους ελεύθερους επαγγελματίες) των αυτοτελώς φορολογούμενων εισοδημάτων όπως είναι τα ενοίκια, οι τόκοι καταθέσεων και τα μερίσματα.
Και αυτή η μέθοδος όμως μπορεί να έχει ως συνέπεια, οι ιδιοκτήτες ακινήτων, εκτός από τον ΕΝΦΙΑ να επιβαρύνονται για ένα σχετικά μικρό εισόδημα από ενοίκια, να πληρώνουν φόρο 22% αν βρίσκονται στην κατηγορία των εισοδημάτων 22.000 ευρώ την στιγμή που μέχρι σήμερα το εισόδημα από τα ενοίκια επιβαρύνονταν με αυτοτελή φορολογία 11%.
Μια εναλλακτική που είναι πιο εφαρμόσιμη, είναι στο βασικό σενάριο των συντελεστών που ξεκινά από το 22% για εισοδήματα από 22.000 ευρώ, 32% για τα εισοδήματα από 25.001 έως 42.000 ευρώ, 42% για εισοδήματα από τις 42.001 έως τις 60.000 και 50% για τα εισοδήματα πάνω από τα 60.001 ευρώ.
Το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να μπουν και κάποιοι ενδιάμεσοι συντελεστές στα εισοδήματα πάνω από τα 30.000 ευρώ και στα εισοδήματα από τα 50.000 ευρώ και πάνω, ώστε τα αναμενόμενα επιπλέον έσοδα από τα 300 εκ. ευρώ να φτάσουν τα 450 – 500 εκ. ευρώ.
Ως πρόσθετο μέτρο ψάχνουν και την επανεξέταση των φοροαπαλλαγών που δεν έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα και δεν αφορούν οικονομικά ευπαθείς ομάδες. Εκείνο που πρακτικά δεν μπορεί να γίνει είναι η ενσωμάτωση της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης στην φορολογική κλίμακα.