Tου Στεφανου Κασιματη
Ο ένας προπηλακίζει τον μικροπωλητή, επειδή είναι σκούρος, αλλόθρησκος, η παρουσία του στη χώρα είναι παράνομη και δεν έχει άδεια επιτηδεύματος. Ο άλλος προπηλακίζει έναν εργάτη, επειδή έχει δεχθεί μείωση μισθού, δεν συμμετέχει στην απεργία και πηγαίνει στο εργοστάσιο. Πείτε μου, σας παρακαλώ, σε τι διαφέρει ο δράστης του προπηλακισμού στην πρώτη περίπτωση από εκείνον στη δεύτερη.
Διαφέρουν, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος, επειδή ο μεν πρώτος στρέφεται κατά της φυλής, του χρώματος του δέρματος και της πολιτισμικής ταυτότητας του μικροπωλητή, ενώ ο δεύτερος υπερασπίζεται το ιερό δικαίωμα του εργάτη στην απεργία -ή, αν προτιμάτε να το πούμε διά του τρόπου με τον οποίον νοείται εκ των πραγμάτων, της υποχρέωσης στην απεργία, η οποία υπερισχύει παντός άλλου δικαιώματος, διότι σε δέκα, πενήντα, εκατό ή διακόσια χρόνια μέσα από τη συντονισμένη πάλη του λαϊκού κινήματος θα οδηγήσει σε έναν καλύτερο κόσμο για όλους.
Εστω, λοιπόν, ότι οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά τον σκοπό: της μεν πρώτης ο σκοπός είναι κακός, της δεύτερης όμως είναι καλός. Ως προς το μέσον, όμως, που χρησιμοποιείται για την επίτευξη του σκοπού, τόσο ο κακός όσο και ο καλός δεν διαφέρουν σε τίποτε: σπρωξιές, χαστούκια και, γενικώς, ψιλές χρησιμοποιούν και ο ένας και ο άλλος. Κατά συνέπειαν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει καλή βία -είναι αυτή που ασκείται για καλό σκοπό- και κακή βία, όπως της Χρυσής Αυγής. Να το πούμε απλά; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ιδού, λοιπόν, γιατί, την περασμένη Πέμπτη στην Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής, στη συζήτηση ψηφίσματος κατά των επιθέσεων της Χρυσής Αυγής εναντίον παρανόμων μεταναστών με τη συμμετοχή βουλευτών της, οι εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής και της άκρας Αριστεράς διαφώνησαν με τη ρητή καταδίκη «κάθε πράξης βουλευτών που πλήττει το κύρος του κοινοβουλευτικού θεσμού και των βουλευτών» και ζήτησαν η φράση να μην περιληφθεί στο κείμενο. Ιδού γιατί ο μεν εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε να προσδιορίζεται ρητώς ως ρατσιστική η βία που θα καταδικαζόταν με το ψήφισμα, ο δε εκπρόσωπος του ΚΚΕ ζήτησε να το σκεφθεί καλύτερα, επειδή «είναι η πρώτη φορά που η Βουλή αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα και, ως εκ τούτου, χρειάζεται πολύς προβληματισμός και μεγαλύτερη νηφαλιότητα, όχι βιασύνη».
Χθες μάλιστα, στον ΣΚΑΪ, ο Σπύρος Χαλβατζής εξήγησε εναργέστερα τις διαφορές κακής και καλής βίας. «Υπάρχει», είπε, «η βία του κράτους και των προβοκατόρικων ομάδων και υπάρχει η δράση, ο αγώνας κατά της πολιτικής που εφαρμόζεται». Τη δεύτερη δεν την προσδιόρισε ευθέως ως βία, αλλά το υπενόησε με τη διαζευκτική σύνταξη της πρότασής του. Για όσους αργόστροφους δεν το είχαν καταλάβει αμέσως, λίγο αργότερα το είπε απεριφράστως: «Δεν υπάρχει βία γενικώς και απροσδιορίστως» και, επίσης, «η δράση του λαϊκού κινήματος, που αποφασίζεται συλλογικά, δεν είναι βία». Επομένως, μπορούμε να προχωρήσουμε τον συλλογισμό μας ένα βήμα παραπέρα και να πούμε ότι την κακή βία τη λέμε απλώς «βία», την δε καλή βία «δράση».
Εχω την εντύπωση ότι για την πλειονότητα των πολιτών σε τούτη τη χώρα ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ καλής και κακής βίας δεν είναι αποδεκτός. Προτιμούν -έτσι νομίζω- το καθεστώς της δημοκρατίας, όπου το δικαίωμα της βίας παραχωρείται σε δημοκρατικά ελεγχόμενους θεσμούς και ασκείται, υπό προϋποθέσεις και εφόσον είναι ανάγκη, εξ ονόματος της νομιμότητος και μόνον. Παρ' όλες τις προφανείς αδυναμίες του, το μοντέλο αυτό είναι προτιμότερο από το άλλο, στο οποίο η κάθε ομάδα με κοινά συμφέροντα, πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία ή ό,τι άλλο αποφασίζει ότι η δική της βία δεν είναι βία, επειδή ασκείται για καλό σκοπό.
Την πλάνη της διάκρισης μεταξύ της καταδικαστέας κακής βίας και της αποδεκτής καλής βίας, που δεν είναι βία την είχαμε σχεδόν αποδεχθεί όλα αυτά τα χρόνια, διά του εθισμού μας σε αυτήν. Ομως η αποκρουστική βία της Χρυσής Αυγής μάς ξυπνά από τον λήθαργο του εθισμού. Αυτό που βλέπουμε μας απωθεί. Συγχρόνως, όμως, βλέπουμε ότι αυτό που κάνει η Χρυσή Αυγή με τους προπηλακισμούς μεταναστών δεν διαφέρει, ως προς το μέσον που χρησιμοποιεί για τον σκοπό της, από «δράσεις» τις οποίες ανεχθήκαμε τόσο, ώστε πλέον τις συνηθίσαμε: αναρχικών, αντιεξουσιαστών, «λαϊκού κινήματος» και δεν ξέρω εγώ ποιων άλλων ακόμη. Η σύγκριση των δύο εκδοχών της βίας μάς θυμίζει αυτό που είχαμε ξεχάσει τόσα χρόνια: τη διάκριση του σκοπού από το μέσον. Μας κάνει, δε, να καταλάβουμε ότι, πολύ απλά, δεν θέλουμε μια κοινωνία όπου η κάθε οργανωμένη ομάδα θα επιβάλει την άποψή της για το τι είναι σωστό με τις σπρωξιές και τις σφαλιάρες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον εξοργίσθηκαν κάποιοι με το σημείωμα της περασμένης Κυριακής σε τούτη τη στήλη. Διότι δεν τους συμφέρει η διάκριση μεταξύ σκοπού και μέσου. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία της θέσης τους: η αντίφαση είναι οφθαλμοφανής, όταν εκείνοι από τους οποίους ζητούσαμε να καταδικάσουν τη δολοφονία των τεσσάρων της Marfin και μας έλεγαν ότι περιττεύει, αφού εξαρχής καταδικάζουν κάθε μορφής βία, έρχονται τώρα και μας λένε ότι δεν συμφωνούν με το ψήφισμα κατά της βίας επειδή η βία δεν προσδιορίζεται ως ρατσιστική! Η οργή τους απλώς εκθέτει το τερατώδες μέγεθος της αντίφασης...
Ο ένας προπηλακίζει τον μικροπωλητή, επειδή είναι σκούρος, αλλόθρησκος, η παρουσία του στη χώρα είναι παράνομη και δεν έχει άδεια επιτηδεύματος. Ο άλλος προπηλακίζει έναν εργάτη, επειδή έχει δεχθεί μείωση μισθού, δεν συμμετέχει στην απεργία και πηγαίνει στο εργοστάσιο. Πείτε μου, σας παρακαλώ, σε τι διαφέρει ο δράστης του προπηλακισμού στην πρώτη περίπτωση από εκείνον στη δεύτερη.
Διαφέρουν, μπορεί να υποστηρίξει κάποιος, επειδή ο μεν πρώτος στρέφεται κατά της φυλής, του χρώματος του δέρματος και της πολιτισμικής ταυτότητας του μικροπωλητή, ενώ ο δεύτερος υπερασπίζεται το ιερό δικαίωμα του εργάτη στην απεργία -ή, αν προτιμάτε να το πούμε διά του τρόπου με τον οποίον νοείται εκ των πραγμάτων, της υποχρέωσης στην απεργία, η οποία υπερισχύει παντός άλλου δικαιώματος, διότι σε δέκα, πενήντα, εκατό ή διακόσια χρόνια μέσα από τη συντονισμένη πάλη του λαϊκού κινήματος θα οδηγήσει σε έναν καλύτερο κόσμο για όλους.
Εστω, λοιπόν, ότι οι δύο περιπτώσεις διαφέρουν κατά τον σκοπό: της μεν πρώτης ο σκοπός είναι κακός, της δεύτερης όμως είναι καλός. Ως προς το μέσον, όμως, που χρησιμοποιείται για την επίτευξη του σκοπού, τόσο ο κακός όσο και ο καλός δεν διαφέρουν σε τίποτε: σπρωξιές, χαστούκια και, γενικώς, ψιλές χρησιμοποιούν και ο ένας και ο άλλος. Κατά συνέπειαν, μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι υπάρχει καλή βία -είναι αυτή που ασκείται για καλό σκοπό- και κακή βία, όπως της Χρυσής Αυγής. Να το πούμε απλά; Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα.
Ιδού, λοιπόν, γιατί, την περασμένη Πέμπτη στην Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής, στη συζήτηση ψηφίσματος κατά των επιθέσεων της Χρυσής Αυγής εναντίον παρανόμων μεταναστών με τη συμμετοχή βουλευτών της, οι εκπρόσωποι της ριζοσπαστικής και της άκρας Αριστεράς διαφώνησαν με τη ρητή καταδίκη «κάθε πράξης βουλευτών που πλήττει το κύρος του κοινοβουλευτικού θεσμού και των βουλευτών» και ζήτησαν η φράση να μην περιληφθεί στο κείμενο. Ιδού γιατί ο μεν εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ ζήτησε να προσδιορίζεται ρητώς ως ρατσιστική η βία που θα καταδικαζόταν με το ψήφισμα, ο δε εκπρόσωπος του ΚΚΕ ζήτησε να το σκεφθεί καλύτερα, επειδή «είναι η πρώτη φορά που η Βουλή αντιμετωπίζει τέτοια προβλήματα και, ως εκ τούτου, χρειάζεται πολύς προβληματισμός και μεγαλύτερη νηφαλιότητα, όχι βιασύνη».
Χθες μάλιστα, στον ΣΚΑΪ, ο Σπύρος Χαλβατζής εξήγησε εναργέστερα τις διαφορές κακής και καλής βίας. «Υπάρχει», είπε, «η βία του κράτους και των προβοκατόρικων ομάδων και υπάρχει η δράση, ο αγώνας κατά της πολιτικής που εφαρμόζεται». Τη δεύτερη δεν την προσδιόρισε ευθέως ως βία, αλλά το υπενόησε με τη διαζευκτική σύνταξη της πρότασής του. Για όσους αργόστροφους δεν το είχαν καταλάβει αμέσως, λίγο αργότερα το είπε απεριφράστως: «Δεν υπάρχει βία γενικώς και απροσδιορίστως» και, επίσης, «η δράση του λαϊκού κινήματος, που αποφασίζεται συλλογικά, δεν είναι βία». Επομένως, μπορούμε να προχωρήσουμε τον συλλογισμό μας ένα βήμα παραπέρα και να πούμε ότι την κακή βία τη λέμε απλώς «βία», την δε καλή βία «δράση».
Εχω την εντύπωση ότι για την πλειονότητα των πολιτών σε τούτη τη χώρα ο διαχωρισμός αυτός μεταξύ καλής και κακής βίας δεν είναι αποδεκτός. Προτιμούν -έτσι νομίζω- το καθεστώς της δημοκρατίας, όπου το δικαίωμα της βίας παραχωρείται σε δημοκρατικά ελεγχόμενους θεσμούς και ασκείται, υπό προϋποθέσεις και εφόσον είναι ανάγκη, εξ ονόματος της νομιμότητος και μόνον. Παρ' όλες τις προφανείς αδυναμίες του, το μοντέλο αυτό είναι προτιμότερο από το άλλο, στο οποίο η κάθε ομάδα με κοινά συμφέροντα, πεποιθήσεις, κοσμοθεωρία ή ό,τι άλλο αποφασίζει ότι η δική της βία δεν είναι βία, επειδή ασκείται για καλό σκοπό.
Την πλάνη της διάκρισης μεταξύ της καταδικαστέας κακής βίας και της αποδεκτής καλής βίας, που δεν είναι βία την είχαμε σχεδόν αποδεχθεί όλα αυτά τα χρόνια, διά του εθισμού μας σε αυτήν. Ομως η αποκρουστική βία της Χρυσής Αυγής μάς ξυπνά από τον λήθαργο του εθισμού. Αυτό που βλέπουμε μας απωθεί. Συγχρόνως, όμως, βλέπουμε ότι αυτό που κάνει η Χρυσή Αυγή με τους προπηλακισμούς μεταναστών δεν διαφέρει, ως προς το μέσον που χρησιμοποιεί για τον σκοπό της, από «δράσεις» τις οποίες ανεχθήκαμε τόσο, ώστε πλέον τις συνηθίσαμε: αναρχικών, αντιεξουσιαστών, «λαϊκού κινήματος» και δεν ξέρω εγώ ποιων άλλων ακόμη. Η σύγκριση των δύο εκδοχών της βίας μάς θυμίζει αυτό που είχαμε ξεχάσει τόσα χρόνια: τη διάκριση του σκοπού από το μέσον. Μας κάνει, δε, να καταλάβουμε ότι, πολύ απλά, δεν θέλουμε μια κοινωνία όπου η κάθε οργανωμένη ομάδα θα επιβάλει την άποψή της για το τι είναι σωστό με τις σπρωξιές και τις σφαλιάρες.
Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον εξοργίσθηκαν κάποιοι με το σημείωμα της περασμένης Κυριακής σε τούτη τη στήλη. Διότι δεν τους συμφέρει η διάκριση μεταξύ σκοπού και μέσου. Αντιλαμβάνομαι τη δυσκολία της θέσης τους: η αντίφαση είναι οφθαλμοφανής, όταν εκείνοι από τους οποίους ζητούσαμε να καταδικάσουν τη δολοφονία των τεσσάρων της Marfin και μας έλεγαν ότι περιττεύει, αφού εξαρχής καταδικάζουν κάθε μορφής βία, έρχονται τώρα και μας λένε ότι δεν συμφωνούν με το ψήφισμα κατά της βίας επειδή η βία δεν προσδιορίζεται ως ρατσιστική! Η οργή τους απλώς εκθέτει το τερατώδες μέγεθος της αντίφασης...